Ancient Greek-English Dictionary Language

πρέπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρέπω πρέψω ἔπρεψα

Structure: πρέπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be clearly seen, to be visible or conspicuous among a number
  2. to be heard
  3. to smell strong

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πρέπω πρέπεις πρέπει
Dual πρέπετον πρέπετον
Plural πρέπομεν πρέπετε πρέπουσιν*
SubjunctiveSingular πρέπω πρέπῃς πρέπῃ
Dual πρέπητον πρέπητον
Plural πρέπωμεν πρέπητε πρέπωσιν*
OptativeSingular πρέποιμι πρέποις πρέποι
Dual πρέποιτον πρεποίτην
Plural πρέποιμεν πρέποιτε πρέποιεν
ImperativeSingular πρέπε πρεπέτω
Dual πρέπετον πρεπέτων
Plural πρέπετε πρεπόντων, πρεπέτωσαν
Infinitive πρέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πρεπων πρεποντος πρεπουσα πρεπουσης πρεπον πρεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πρέπομαι πρέπει, πρέπῃ πρέπεται
Dual πρέπεσθον πρέπεσθον
Plural πρεπόμεθα πρέπεσθε πρέπονται
SubjunctiveSingular πρέπωμαι πρέπῃ πρέπηται
Dual πρέπησθον πρέπησθον
Plural πρεπώμεθα πρέπησθε πρέπωνται
OptativeSingular πρεποίμην πρέποιο πρέποιτο
Dual πρέποισθον πρεποίσθην
Plural πρεποίμεθα πρέποισθε πρέποιντο
ImperativeSingular πρέπου πρεπέσθω
Dual πρέπεσθον πρεπέσθων
Plural πρέπεσθε πρεπέσθων, πρεπέσθωσαν
Infinitive πρέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πρεπομενος πρεπομενου πρεπομενη πρεπομενης πρεπομενον πρεπομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular έ̓πρεψα έ̓πρεψας έ̓πρεψεν*
Dual ἐπρέψατον ἐπρεψάτην
Plural ἐπρέψαμεν ἐπρέψατε έ̓πρεψαν
SubjunctiveSingular πρέψω πρέψῃς πρέψῃ
Dual πρέψητον πρέψητον
Plural πρέψωμεν πρέψητε πρέψωσιν*
OptativeSingular πρέψαιμι πρέψαις πρέψαι
Dual πρέψαιτον πρεψαίτην
Plural πρέψαιμεν πρέψαιτε πρέψαιεν
ImperativeSingular πρέψον πρεψάτω
Dual πρέψατον πρεψάτων
Plural πρέψατε πρεψάντων
Infinitive πρέψαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πρεψᾱς πρεψαντος πρεψᾱσα πρεψᾱσης πρεψαν πρεψαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπρεψάμην ἐπρέψω ἐπρέψατο
Dual ἐπρέψασθον ἐπρεψάσθην
Plural ἐπρεψάμεθα ἐπρέψασθε ἐπρέψαντο
SubjunctiveSingular πρέψωμαι πρέψῃ πρέψηται
Dual πρέψησθον πρέψησθον
Plural πρεψώμεθα πρέψησθε πρέψωνται
OptativeSingular πρεψαίμην πρέψαιο πρέψαιτο
Dual πρέψαισθον πρεψαίσθην
Plural πρεψαίμεθα πρέψαισθε πρέψαιντο
ImperativeSingular πρέψαι πρεψάσθω
Dual πρέψασθον πρεψάσθων
Plural πρέψασθε πρεψάσθων
Infinitive πρέψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πρεψαμενος πρεψαμενου πρεψαμενη πρεψαμενης πρεψαμενον πρεψαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Τῷ Δαυί̈δ. ‐ ̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν ΑΓΑΛΛΙΑΣΘΕ, δίκαιοι, ἐν Κυρίῳ. τοῖσ εὐθέσι πρέπει αἴνεσισ. (Septuagint, Liber Psalmorum 32:1)
  • τὰ μαρτύριά σου ἐπιστώθησαν σφόδρα. τῷ οἴκῳ σου πρέπει ἁγίασμα, Κύριε, εἰσ μακρότητα ἡμερῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 92:5)
  • λάλησον, πρεσβύτερε, πρέπει γάρ σοι, ἐν ἀκριβεῖ ἐπιστήμῃ καὶ μὴ ἐμποδίσῃσ μουσικά. (Septuagint, Liber Sirach 32:3)
  • εἰσ ἔργα κατάστησον, καθὼσ πρέπει αὐτῷ, κἂν μὴ πειθαρχῇ, βάρυνον τὰσ πέδασ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 33:29)
  • πρέποι γὰρ ἂν κἀμὲ νικηφόρον ὑμῖν συμπαρεῖναι καὶ ἑορτάξειν ἅμα καὶ τοὺσ γάμουσ καὶ τὰ ἐπινίκια. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 16:2)

Synonyms

  1. to be heard

  2. to smell strong

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION