πορθμεῖον?
Noun;
자동번역
Transliteration: porthmeion
Principal Part:
πορθμεῖον
Sense
- a place for crossing, a passage over, ferry
- a passage-boat, ferry-boat
- the fare of the ferry, ferryman's fee
- κάλλιστα, ὦ Σόλων, ὅτι ἡμῶν οὐκ ἐπιλέλησαι, ἀλλὰ παρὰ τὸ πορθμεῖον αὐτὸ ἀξιοῖς γίγνεσθαι τὴν περὶ τῶν τοιούτων κρίσιν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 10:14)
- ἡμεῖς δὲ καταβάντες ἤδη καὶ κατὰ χώραν εὐθετήσαντες αὖθις τὰ ὄρη ἀπαλλαττώμεθα, ἐγὼ μὲν καθ ἃ ἐστάλην, σὺ δὲ ἐπὶ τὸ πορθμεῖον ἥξω δέ σοι καὶ αὐτὸς μετ ὀλίγον νεκροστολῶν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 24:5)
- ὁ δὲ Ἑρμῆς βραδύνει, πάλαι παρεῖναι δέον κενὸν γοῦν ἐπιβατῶν, ὡς ὁρᾷς, ἔστι τὸ πορθμεῖον τρὶς ἤδη τήμερον ἀναπεπλευκέναι δυνάμενον καὶ σχεδὸν ἀμφὶ βουλυτόν ἐστιν, ἡμεῖς δὲ οὐδέπω οὐδὲ ὀβολὸν ἐμπεπολήκαμεν. (Lucian, Cataplus, (no name) 1:3)
- ἦν γὰρ πλῆρες ἤδη τὸ πορθμεῖον καὶ οἰμωγῆς ἀνάπλεων, τραυματίαι δὲ πάντες ἐπέπλεον, ὁ μὲν τὸ σκέλος, ὁ δὲ τὴν κεφαλήν, ὁ δὲ ἄλλο τι συντετριμμένος, ἐμοὶ δοκεῖν, ἔκ τινος πολέμου παρόντες. (Lucian, Necyomantia, (no name) 10:6)
- ὡς γὰρ ἐκεῖνοι, πρὸς τὴν πρύμναν ἀφορῶντες τῆς νεώς, τῇ κατὰ πρῷραν ὁρμῇ συνεργοῦσιν, ὡς ἂν ἐκ τῆς ἀνακοπῆς περίρροια καταλαμβάνουσα συνεπωθῇ τὸ πορθμεῖον, οὕτως οἱ τὰ τοιαῦτα παραγγέλματα διδόντες ὥσπερ ἀπεστραμμένοι τὴν δόξαν διώκουσιν. (Plutarch, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 1 5:1)
Synonyms
-
a place for crossing
- πορθμός (a crossing by a ferry, passage, a passage to)
- διάβασις (a crossing over, passage)
- ὑπερβολή (A crossing over, passage)
- πόρθμευμα (a passage, ferry)
- πέρασις (a crossing, passage from)
- πορθμός (a ferry or a place crossed by a ferry, a strait, firth)
- πορεία (a crossing of water, passage)
-
a passage-boat
- πόρθμευμα (a passage, ferry)
- πορθμός (a crossing by a ferry, passage, a passage to)