헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιητός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποιητός ποιητή ποιητόν

형태분석: ποιητ (어간) + ος (어미)

어원: poie/w

  1. 만들어진
  2. 대리의, 입양된, 가짜의
  3. 발명된, 제작된, 고안된, 기만적인
  1. made, well-made, made, created
  2. made into something, made into a son, adopted
  3. made by oneself, invented, feigned

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ποιητός

만들어진 (이)가

ποιητή

만들어진 (이)가

ποιητόν

만들어진 (것)가

속격 ποιητοῦ

만들어진 (이)의

ποιητῆς

만들어진 (이)의

ποιητοῦ

만들어진 (것)의

여격 ποιητῷ

만들어진 (이)에게

ποιητῇ

만들어진 (이)에게

ποιητῷ

만들어진 (것)에게

대격 ποιητόν

만들어진 (이)를

ποιητήν

만들어진 (이)를

ποιητόν

만들어진 (것)를

호격 ποιητέ

만들어진 (이)야

ποιητή

만들어진 (이)야

ποιητόν

만들어진 (것)야

쌍수주/대/호 ποιητώ

만들어진 (이)들이

ποιητᾱ́

만들어진 (이)들이

ποιητώ

만들어진 (것)들이

속/여 ποιητοῖν

만들어진 (이)들의

ποιηταῖν

만들어진 (이)들의

ποιητοῖν

만들어진 (것)들의

복수주격 ποιητοί

만들어진 (이)들이

ποιηταί

만들어진 (이)들이

ποιητά

만들어진 (것)들이

속격 ποιητῶν

만들어진 (이)들의

ποιητῶν

만들어진 (이)들의

ποιητῶν

만들어진 (것)들의

여격 ποιητοῖς

만들어진 (이)들에게

ποιηταῖς

만들어진 (이)들에게

ποιητοῖς

만들어진 (것)들에게

대격 ποιητούς

만들어진 (이)들을

ποιητᾱ́ς

만들어진 (이)들을

ποιητά

만들어진 (것)들을

호격 ποιητοί

만들어진 (이)들아

ποιηταί

만들어진 (이)들아

ποιητά

만들어진 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ποιητός

ποιητοῦ

만들어진 (이)의

ποιητότερος

ποιητοτεροῦ

더 만들어진 (이)의

ποιητότατος

ποιητοτατοῦ

가장 만들어진 (이)의

부사 ποιητώς

ποιητότερον

ποιητότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ σὺ τοίνυν, φαῖεν ἄν, οὐχ ὑποκριτήσ, ἀλλὰ ποιητὴσ τῶν καλλίστων καὶ νομοθέτησ γενόμενοσ ὑπὸ ταυτησὶ τῆσ ἰσχάδοσ παραφανείσησ ἠλέγχθησ πίθηκοσ ὢν καὶ ἀπ̓ ἄκρου χείλουσ φιλοσοφῶν καὶ ἕτερα μὲν κεύθων ἐνὶ φρεσίν, ἄλλα δὲ λέγων, ὡσ εἰκότωσ ἄν τινα ἐπὶ σοῦ εἰπεῖν ὅτι ἃ λέγεισ καὶ ἐφ̓ οἷσ ἐπαινεῖσθαι ἀξιοῖσ, χείλεα μέν σου ἐδίηνεν, ὑπερῴην δὲ αὐχμῶσαν καταλέλοιπε. (Lucian, Apologia 15:1)

    (루키아노스, Apologia 15:1)

  • ἢν δὲ ἀγεννέστεροσ καὶ ταπεινότεροσ, προσίεται μὲν καὶ προσμειδιᾷ τοῖσ χείλεσιν ἄκροισ, μισεῖ δὲ καὶ λάθρᾳ τοὺσ ὀδόντασ διαπρίει καί, ὡσ ὁ ποιητήσ φησι, βυσσοδομεύει τὴν. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:1)

  • Ὅμηροσ ὁ ποιητήσ φησι τοὺσ Ἀλωέωσ υἱέασ, δύο καὶ αὐτοὺσ ὄντασ, ἔτι παῖδασ ἐθελῆσαί ποτε τὴν Ὄσσαν ἐκ βάθρων ἀνασπάσαντασ ἐπιθεῖναι τῷ Ὀλύμπῳ, εἶτα τὸ Πήλιον ἐπ’ αὐτῇ, ἱκανὴν ταύτην κλίμακα ἕξειν οἰομένουσ καὶ πρόσβασιν ἐπὶ τὸν οὐρανόν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 3:10)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 3:10)

  • ἐγένετο κατὰ τοὺσ παλαιοὺσ καὶ γυνή τισ ὁμώνυμοσ αὐτῇ, ποιήτρια, πάνυ καλὴ καὶ σοφή, καὶ ἄλλη ἑταίρα τῶν Ἀττικῶν ἐπιφανήσ, περὶ ἧσ καὶ ὁ κωμικὸσ ποιητὴσ ἔφη, ἡ Μυῖα ἔδακνεν αὐτὸν ἄχρι τῆσ καρδίασ· (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 11:1)

  • οὐκ ἐκείνουσ, ὦγαθέ, ᾤκτειρον, ἀλλὰ ποιητὴσ ἴσωσ ἀρχαίαν τινὰ συμφορὰν ἐπεδείκνυτο τοῖσ θεαταῖσ καὶ ῥήσεισ οἰκτρὰσ ἐτραγῴδει πρὸσ τὸ θέατρον ὑφ’ ὧν εἰσ δάκρυα κατεσπῶντο οἱ ἀκούοντεσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 23:7)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 23:7)

유의어

  1. 만들어진

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION