헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Κέρκωψ

3군 변화 명사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Κέρκωψ Κέρκωπος

형태분석: Κερκωπ (어간) + ς (어미)

어원: ke/rkos

  1. the Cercopes, men-monkeys
  2. a mischievous fellow, knave

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λόγοι κερκώπων μαλακοί, οὗτοι δὲ τύπτουσιν εἰσ ταμιεῖα σπλάγχνων. (Septuagint, Liber Proverbiorum 26:23)

    (70인역 성경, 잠언 26:23)

  • ἐχρῆτο δὲ αὐτοῖσ εἰσ τὸ χείριστον, καὶ ὄργανα ταῦτα γενναῖα ὑποβεβλημένα ἔχων αὐτίκα μάλα τῶν ἐπὶ κακίᾳ διαβοήτων ἀκρότατοσ ἀπετελέσθη, ὑπὲρ τοὺσ Κέρκωπασ, ὑπὲρ τὸν Εὐρύβατον ἢ Φρυνώνδαν ἢ Ἀριστόδημον ἢ Σώστρατον. (Lucian, Alexander, (no name) 4:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 4:3)

  • Ἡσίοδοσ δέ φησιν καὶ Ἵππην καὶ Αἴγλην, δι’ ἣν καὶ τοὺσ πρὸσ Ἀριάδνην ὁρ́κουσ παρέβη, ὥσ φησι Κέρκωψ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 4 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 4 2:3)

  • οὐδὲν ἄρα διαφέρεισ Ἀμάσιοσ τοῦ ’ Ἠλείου, ὃν Θεόφραστοσ ἐν τῷ Ἐρωτικῷ περὶ τοὺσ ἔρωτασ δεινὸν γεγονέναι λέγει οὐκ ἂν ἁμάρτοι δὲ τίσ σε καὶ πορνογράφον καλῶν, ὡσ Ἀριστείδην καὶ Παυσίαν ἔτι τε Νικοφάνη τοὺσ ζωγράφουσ, μνημονεύει δὲ αὐτῶν ὡσ ταῦτα καλῶσ γραφόντων Πολέμων ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Σικυῶνι Πινάκων, ὢ τῆσ καλῆσ πολυμαθίασ, ἄνδρεσ φίλοι, τῆσ τοῦ γραμματικοῦ τοῦδε, ὃσ οὐδ’ ἐγκαλύπτεται, ἀλλ’ ἀναφανδὸν τὰ Εὐβούλου αἰεὶ ἐκ Κερκώπων λέγει· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 21 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 21 3:1)

  • καὶ ὁ τὸν Αἰγίμιον δὲ ποιήσασ εἴθ’ Ἡσίοδόσ ἐστιν ἢ Κέρκωψ ὁ Μιλήσιοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 109 3:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 109 3:3)

  • Ἥρα δὲ αἰτησαμένη παρὰ Διὸσ τὴν βοῦν φύλακα αὐτῆσ κατέστησεν Ἄργον τὸν πανόπτην, ὃν Φερεκύδησ μὲν Ἀρέστοροσ λέγει, Ἀσκληπιάδησ δὲ Ἰνάχου, Κέρκωψ δὲ Ἄργου καὶ Ἰσμήνησ τῆσ Ἀσωποῦ θυγατρόσ· (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 1 3:7)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 1 3:7)

  • πρὶν δὲ τελευτῆσαι ἔγημε ὡσ μὲν οἱ τραγικοὶ λέγουσι, Κλυμένην τὴν Κατρέωσ, ὡσ δὲ ὁ τοὺσ νόστουσ γράψασ, Φιλύραν, ὡσ δὲ Κέρκωψ, Ἡσιόνην, καὶ ἐγέννησε Παλαμήδην Οἰάκα Ναυσιμέδοντα. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 1 5:27)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 1 5:27)

  • καὶ Κέρκωψ Ἡσιόδῳ ζῶντι, τελευτήσαντι δὲ ὁ προειρημένοσ Ξενοφάνησ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , section23)

    (작자 미상, 비가, , section23)

유의어

  1. a mischievous fellow

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION