헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διθύραμβος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διθύραμβος

어원: (어원이 불명확함.)

  1. the dithyramb;

예문

  • τιμᾶται δὲ παρὰ Λαμψακηνοῖσ ὁ Πρίηποσ ὁ αὐτὸσ ὢν τῷ Διονύσῳ, ἐξ ἐπιθέτου καλούμενοσ οὕτωσ, ὡσ Θρίαμβοσ καὶ Διθύραμβοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 54 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 54 1:4)

  • οἱ δέ γε διθυραμβοποιοὶ καὶ τοὺσ τρόπουσ μετέβαλλον Δωρίουσ τε καὶ Φρυγίουσ καὶ Λυδίουσ ἐν τῷ αὐτῷ ᾄσματι ποιοῦντεσ, καὶ τὰσ μελῳδίασ ἐξήλλαττον τότε μὲν ἐναρμονίουσ ποιοῦντεσ, τότε δὲ χρωματικάσ, τότε δὲ διατόνουσ, καὶ τοῖσ ῥυθμοῖσ κατὰ πολλὴν ἄδειαν ἐνεξουσιάζοντεσ διετέλουν, οἵ γε δὴ κατὰ Φιλόξενον καὶ Τιμόθεον καὶ Τελεστήν, ἐπεὶ παρά γε τοῖσ ἀρχαίοισ τεταγμένοσ ἦν καὶ ὁ διθύραμβοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1915)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1915)

  • ἀρχέτω δὲ Πίνδαροσ, καὶ τούτου διθύραμβόσ τισ οὗ ἐστιν ἀρχή· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2220)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2220)

  • οὐκ ἔστι διθύραμβοσ ὅκχ’ ὕδωρ πίῃσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 24 4:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 24 4:3)

  • <δηλοῖ δ’ ἡ ποίησισ,> οἱο͂ν ὁ διθύραμβοσ ὁμολογουμένωσ εἶναι δοκεῖ Φρύγιον. (Aristotle, Politics, Book 8 122:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 8 122:1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION