헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πνεῦμα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πνεῦμα πνεύματος

형태분석: πνευματ (어간)

어원: pne/w

  1. 공기
  2. 바람
  3. 숨, 호흡
  4. 기식
  5. 삶, 생명
  6. 영혼, 정신
  7. 영적 존재, 천사
  8. 영감, 천재
  1. air
  2. wind
  3. breath
  4. (phonology) breathing
  5. life
  6. spirit, soul
  7. spiritual being: spirit, angel
  8. inspiration (often divine inspiration), genius

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πνεῦμα

공기가

πνεύματε

공기들이

πνεύματα

공기들이

속격 πνεύματος

공기의

πνευμάτοιν

공기들의

πνευμάτων

공기들의

여격 πνεύματι

공기에게

πνευμάτοιν

공기들에게

πνεύμασιν*

공기들에게

대격 πνεῦμα

공기를

πνεύματε

공기들을

πνεύματα

공기들을

호격 πνεῦμα

공기야

πνεύματε

공기들아

πνεύματα

공기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ εἶπαν. Θεόσ, Θεὸσ τῶν πνευμάτων καὶ πάσησ σαρκόσ, εἰ ἄνθρωποσ εἷσ ἥμαρτεν, ἐπὶ πᾶσαν τὴν συναγωγὴν ὀργὴ Κυρίου̣ (Septuagint, Liber Numeri 16:22)

    (70인역 성경, 민수기 16:22)

  • ἐπισκεψάσθω Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῶν πνευμάτων καὶ πάσησ σαρκὸσ ἄνθρωπον ἐπὶ τῆσ συναγωγῆσ ταύτησ, (Septuagint, Liber Numeri 27:16)

    (70인역 성경, 민수기 27:16)

  • φύσεισ ζῴων καὶ θυμοὺσ θηρίων, πνευμάτων βίασ καὶ διαλογισμοὺσ ἀνθρώπων, διαφορὰσ φυτῶν καὶ δυνάμεισ ριζῶν, (Septuagint, Liber Sapientiae 7:20)

    (70인역 성경, 지혜서 7:20)

  • φιλάνθρωπον, βέβαιον, ἀσφαλέσ, ἀμέριμνον, παντοδύναμον, πανεπίσκοπον καὶ διὰ πάντων χωροῦν πνευμάτων νοερῶν καθαρῶν λεπτοτάτων. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:23)

    (70인역 성경, 지혜서 7:23)

  • καὶ εἶπε πρόσ με. προφήτευσον ἐπὶ τὸ πνεῦμα, προφήτευσον, υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ εἰπὸν τῷ πνεύματι. τάδε λέγει Κύριοσ. ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθὲ καὶ ἐμφύσησον εἰσ τοὺσ νεκροὺσ τούτουσ, καὶ ζησάτωσαν. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 37:9)

    (70인역 성경, 에제키엘서 37:9)

유의어

  1. 공기

  2. 바람

  3. 기식

  4. 영혼

  5. 영적 존재

  6. 영감

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION