Ancient Greek-English Dictionary Language

πλωτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πλωτός πλωτή πλωτόν

Structure: πλωτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: plw/w

Sense

  1. floating, swimmers
  2. navigable
  3. fit for navigation

Examples

  • καὶ τούτων τοὺσ πολλοὺσ Μεγασθένησ λέγει ὅτι πλωτοί εἰσιν. (Arrian, Indica, chapter 4 12:3)
  • ̓ οἶδα ὅτι ὁ τὴν Τιτανομαχίαν ποιήσασ, εἴτ’ Εὔμηλόσ ἐστιν ὁ Κορίνθιοσ ἢ Ἀρκτῖνοσ ἢ ὅστισ δήποτε χαίρει ὀνομαζόμενοσ, ἐν τῷ δευτέρῳ οὕτωσ εἴρηκεν ἐν δ’ αὐτῇ πλωτοὶ χρυσώπιδεσ ἰχθύεσ ἑλλοὶ νήχοντεσ παίζουσι δι’ ὕδατοσ ἀμβροσίοιο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 5 3:1)
  • πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι πλωτοὶ ποταμοὶ κατὰ τὴν Κελτικήν εἰσι, περὶ ὧν μακρὸν ἂν εἰή γράφειν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 25 5:1)
  • ἀμφότεροι δ’ εἰσὶ πλωτοί, ῥέουσι δ’ ἀπὸ τῶν Ἄλπεων. (Strabo, Geography, book 4, chapter 6 20:10)
  • εἶθ’ Ἡράκλεια πόλισ μικρὸν ὑπὲρ τῆσ θαλάττησ, καὶ ποταμοὶ δύο πλωτοὶ Ἄκιρισ καὶ Σῖρισ, ἐφ’ οὗ πόλισ ἦν ὁμώνυμοσ Τρωική· (Strabo, Geography, Book 6, chapter 1 28:3)

Synonyms

  1. navigable

  2. fit for navigation

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION