헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλωτός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλωτός πλωτή πλωτόν

형태분석: πλωτ (어간) + ος (어미)

어원: plw/w

  1. floating, swimmers
  2. navigable
  3. fit for navigation

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πλωτός

(이)가

πλωτή

(이)가

πλωτόν

(것)가

속격 πλωτοῦ

(이)의

πλωτῆς

(이)의

πλωτοῦ

(것)의

여격 πλωτῷ

(이)에게

πλωτῇ

(이)에게

πλωτῷ

(것)에게

대격 πλωτόν

(이)를

πλωτήν

(이)를

πλωτόν

(것)를

호격 πλωτέ

(이)야

πλωτή

(이)야

πλωτόν

(것)야

쌍수주/대/호 πλωτώ

(이)들이

πλωτᾱ́

(이)들이

πλωτώ

(것)들이

속/여 πλωτοῖν

(이)들의

πλωταῖν

(이)들의

πλωτοῖν

(것)들의

복수주격 πλωτοί

(이)들이

πλωταί

(이)들이

πλωτά

(것)들이

속격 πλωτῶν

(이)들의

πλωτῶν

(이)들의

πλωτῶν

(것)들의

여격 πλωτοῖς

(이)들에게

πλωταῖς

(이)들에게

πλωτοῖς

(것)들에게

대격 πλωτούς

(이)들을

πλωτᾱ́ς

(이)들을

πλωτά

(것)들을

호격 πλωτοί

(이)들아

πλωταί

(이)들아

πλωτά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δοκέω δὲ ὡσ εἴπερ πλωτά τε ἦν καὶ βαδιστὰ ταύτῃ, ὑπ̓ Ἀλεξάνδρου ἄν τῆσ πολυπραγμοσύνησ ἐξελήλεγκτο πλωτά τε καὶ βαδιστὰ ἐόντα. (Arrian, Indica, chapter 43 10:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 43 10:1)

  • τὴν γὰρ διὰ μέσου πᾶσαν ὁ Μέλασ ποταμόσ εὐθὺσ ἐκ πηγῶν εἰσ ἕλη πλωτὰ καὶ λίμνασ διασπειρόμενοσ ἄπορον ἐποίει. (Plutarch, Pelopidas, chapter 16 3:1)

    (플루타르코스, Pelopidas, chapter 16 3:1)

  • πλωτὰ δὲ χέρσου νῶτα θαλασσαίοισ ἄλσεσι τηλεθάει. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6632)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6632)

  • πάντα δὲ συντέτακταί πωσ, ἀλλ’ οὐχ ὁμοίωσ, καὶ πλωτὰ καὶ πτηνὰ καὶ φυτά· (Aristotle, Metaphysics, Book 12 128:2)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 12 128:2)

유의어

  1. navigable

  2. fit for navigation

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION