Ancient Greek-English Dictionary Language

πικρός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πικρός πικρᾱ́ πικρόν

Structure: πικρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from peu/kh

Sense

  1. pointed, sharp, keen

Examples

  • Ἀλέξανδροσ δὲ πικρότεροσ αὑτοῦ γέγονεν ἐν τοῖσ περὶ Καλλισθένη καὶ Κλεῖτον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 9 16:1)
  • Ἀλέξανδροσ δὲ πικρότεροσ αὑτοῦ γέγονεν ἐν τοῖσ περὶ Καλλισθένη καὶ Κλεῖτον. (Plutarch, De cohibenda ira, section 9 5:3)
  • Πηρώσασ πασχέτω [τὰ ὅμοια] στερούμενοσ οὗπερ ἄλλον ἐστέρησε, πλὴν εἰ μήτι χρήματα λαβεῖν ἐθελήσειεν ὁ πεπηρωμένοσ, αὐτὸν τὸν πεπονθότα κύριον τοῦ νόμου ποιοῦντοσ τιμήσασθαι τὸ συμβεβηκὸσ αὐτῷ πάθοσ καὶ συγχωροῦντοσ, εἰ μὴ βούλεται γενέσθαι πικρότεροσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 4 361:1)
  • πικρότερόσ με κατέσχεν. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1692)

Synonyms

  1. pointed

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION