Ancient Greek-English Dictionary Language

πικρός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πικρός πικρᾱ́ πικρόν

Structure: πικρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from peu/kh

Sense

  1. pointed, sharp, keen

Examples

  • ἐνταῦθ’ ἐπέμφθη πικροτάτου χρυσοῦ φύλαξ. (Euripides, Hecuba, episode, iambics 1:6)
  • μετὰ δὲ ταῦτα περὶ τῶν σύκων διηπορήθη, τί δήποτε πίων καὶ γλυκὺσ οὕτω καρπὸσ ἀπὸ δένδρου φύεται πικροτάτου· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 1)
  • πολλῶν δὲ ἀνὰ μέρη διαθεόντων τε καὶ πυνθανομένων, εἴ που Κικέρων ὁραθείη, οἱ μὲν ἄλλοι ἐπ’ εὐνοίᾳ καὶ ἐλέῳ πλεῖν αὐτὸν ἐξαναχθέντα ἔλεγον ἤδη, σκυτοτόμοσ δὲ πελάτησ Κλωδίου, πικροτάτου τῷ Κικέρωνι ἐχθροῦ γεγονότοσ, Λαίνᾳ τῷ λοχαγῷ σὺν ὀλίγοισ ὄντι τὴν ἀτραπὸν ἔδειξεν. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 4 3:4)

Synonyms

  1. pointed

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION