- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέτρα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: petrā 고전 발음: [라:] 신약 발음: []

기본형: πέτρα πέτρας

형태분석: πετρ (어간) + α (어미)

  1. 동굴, 굴, 벼랑, 굳, 턱, 골
  2. 돌, 돌멩이
  1. rock formation: cliff, ledge, cave, ridge
  2. stone (as a building material)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πέτρα

동굴이

πέτρα

동굴들이

πέτραι

동굴들이

속격 πέτρας

동굴의

πέτραιν

동굴들의

πετρῶν

동굴들의

여격 πέτρᾳ

동굴에게

πέτραιν

동굴들에게

πέτραις

동굴들에게

대격 πέτραν

동굴을

πέτρα

동굴들을

πέτρας

동굴들을

호격 πέτρα

동굴아

πέτρα

동굴들아

πέτραι

동굴들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅδε ἐγὼ ἕστηκα ἐκεῖ πρὸ τοῦ σε ἐπὶ τῆς πέτρας ἐν Χωρήβ. καὶ πατάξεις τὴν πέτραν, καὶ ἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καὶ πίεται ὁ λαός. ἐποίησε δὲ Μωυσῆς οὕτως ἐναντίον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Exodus 17:6)

    (70인역 성경, 탈출기 17:6)

  • λάβε τὴν ράβδον σου καὶ ἐκκλησίασον τὴν συναγωγὴν σὺ καὶ Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου καὶ λαλήσατε πρὸς τὴν πέτραν ἐναντίον αὐτῶν, καὶ δώσει τὰ ὕδατα αὐτῆς, καὶ ἐξοίσετε αὐτοῖς ὕδωρ ἐκ τῆς πέτρας, καὶ ποτιεῖτε τὴν συναγωγὴν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν. (Septuagint, Liber Numeri 20:8)

    (70인역 성경, 민수기 20:8)

  • καὶ ἐπάρας Μωυσῆς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπάταξε τὴν πέτραν τῇ ράβδῳ δίς, καὶ ἐξῆλθεν ὕδωρ πολύ, καὶ ἔπιεν ἡ συναγωγὴ καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν. (Septuagint, Liber Numeri 20:11)

    (70인역 성경, 민수기 20:11)

  • καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. λαβὲ τὰ κρέα καὶ τὰ ἄζυμα καὶ θὲς πρὸς τὴν πέτραν ἐκείνην καὶ τὸν ζωμὸν ἐχόμενα ἔκχεε. καὶ ἐποίησεν οὕτως. (Septuagint, Liber Iudicum 6:20)

    (70인역 성경, 판관기 6:20)

  • καὶ ἔλαβε Μανωὲ τὸν ἔριφον τῶν αἰγῶν καὶ τὴν θυσίαν καὶ ἀνήνεγκεν ἐπὶ τήν πέτραν τῷ Κυρίῳ. καὶ διεχώρισε ποιῆσαι, καὶ Μανωὲ καὶ γυνὴ αὐτοῦ βλέποντες. (Septuagint, Liber Iudicum 13:19)

    (70인역 성경, 판관기 13:19)

유의어

관련어

명사

형용사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION