- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέτρα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: petrā 고전 발음: [라:] 신약 발음: []

기본형: πέτρα πέτρας

형태분석: πετρ (어간) + α (어미)

  1. 동굴, 굴, 벼랑, 굳, 턱, 골
  2. 돌, 돌멩이
  1. rock formation: cliff, ledge, cave, ridge
  2. stone (as a building material)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πέτρα

동굴이

πέτρα

동굴들이

πέτραι

동굴들이

속격 πέτρας

동굴의

πέτραιν

동굴들의

πετρῶν

동굴들의

여격 πέτρᾳ

동굴에게

πέτραιν

동굴들에게

πέτραις

동굴들에게

대격 πέτραν

동굴을

πέτρα

동굴들을

πέτρας

동굴들을

호격 πέτρα

동굴아

πέτρα

동굴들아

πέτραι

동굴들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀνὴρ Ἰσραὴλ εἶδεν ὅτι στενῶς αὐτῷ μὴ προσάγειν αὐτόν, καὶ ἐκρύβη ὁ λαὸς ἐν τοῖς σπηλαίοις καὶ ἐν ταῖς μάνδραις καὶ ἐν ταῖς πέτραις καὶ ἐν τοῖς βόθροις καὶ ἐν τοῖς λάκκοις, (Septuagint, Liber I Samuelis 13:5)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 13:5)

  • ἐν γραφείῳ σιδηρῷ καὶ μολίβῳ ἢ ἐν πέτραις ἐγγλυφῆναι; (Septuagint, Liber Iob 19:24)

    (70인역 성경, 욥기 19:24)

  • καὶ οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν, οἳ ἐποιήσαντο ἐν πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:62)

    (70인역 성경, 잠언 24:62)

  • εἰ διώξονται ἐν πέτραις ἵπποι; εἰ παρασιωπήσονται ἐν θηλείαις; ὅτι ἐξεστρέψατε εἰς θυμὸν κρίμα καὶ καρπὸν δικαιοσύνης εἰς πικρίαν, (Septuagint, Prophetia Amos 6:13)

    (70인역 성경, 아모스서 6:13)

  • κατέλιπον τὰς πόλεις καὶ ᾤκησαν ἐν πέτραις οἱ κατοικοῦντες Μωάβ, ἐγενήθησαν ὥσπερ περιστεραί νοσσεύουσαι ἐν πέτραις στόματι βοθύνου. (Septuagint, Liber Ieremiae 31:28)

    (70인역 성경, 예레미야서 31:28)

유의어

관련어

명사

형용사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION