헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πειράζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πειράζω πειράξω ἐπείρασα πεπείρασμαι ἐπειράσθην

형태분석: πειράζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: like peira/w

  1. 입증하다, 시험하다, 테스트하다
  2. 시도하다, 노력하다
  3. (수동태로) 입증되다, 증명되다
  1. to make proof or trial of
  2. (with infinitive) to attempt to do
  3. (passive voice) are tried, proved

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πειράζω

(나는) 입증한다

πειράζεις

(너는) 입증한다

πειράζει

(그는) 입증한다

쌍수 πειράζετον

(너희 둘은) 입증한다

πειράζετον

(그 둘은) 입증한다

복수 πειράζομεν

(우리는) 입증한다

πειράζετε

(너희는) 입증한다

πειράζουσιν*

(그들은) 입증한다

접속법단수 πειράζω

(나는) 입증하자

πειράζῃς

(너는) 입증하자

πειράζῃ

(그는) 입증하자

쌍수 πειράζητον

(너희 둘은) 입증하자

πειράζητον

(그 둘은) 입증하자

복수 πειράζωμεν

(우리는) 입증하자

πειράζητε

(너희는) 입증하자

πειράζωσιν*

(그들은) 입증하자

기원법단수 πειράζοιμι

(나는) 입증하기를 (바라다)

πειράζοις

(너는) 입증하기를 (바라다)

πειράζοι

(그는) 입증하기를 (바라다)

쌍수 πειράζοιτον

(너희 둘은) 입증하기를 (바라다)

πειραζοίτην

(그 둘은) 입증하기를 (바라다)

복수 πειράζοιμεν

(우리는) 입증하기를 (바라다)

πειράζοιτε

(너희는) 입증하기를 (바라다)

πειράζοιεν

(그들은) 입증하기를 (바라다)

명령법단수 πείραζε

(너는) 입증해라

πειραζέτω

(그는) 입증해라

쌍수 πειράζετον

(너희 둘은) 입증해라

πειραζέτων

(그 둘은) 입증해라

복수 πειράζετε

(너희는) 입증해라

πειραζόντων, πειραζέτωσαν

(그들은) 입증해라

부정사 πειράζειν

입증하는 것

분사 남성여성중성
πειραζων

πειραζοντος

πειραζουσα

πειραζουσης

πειραζον

πειραζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πειράζομαι

(나는) 입증된다

πειράζει, πειράζῃ

(너는) 입증된다

πειράζεται

(그는) 입증된다

쌍수 πειράζεσθον

(너희 둘은) 입증된다

πειράζεσθον

(그 둘은) 입증된다

복수 πειραζόμεθα

(우리는) 입증된다

πειράζεσθε

(너희는) 입증된다

πειράζονται

(그들은) 입증된다

접속법단수 πειράζωμαι

(나는) 입증되자

πειράζῃ

(너는) 입증되자

πειράζηται

(그는) 입증되자

쌍수 πειράζησθον

(너희 둘은) 입증되자

πειράζησθον

(그 둘은) 입증되자

복수 πειραζώμεθα

(우리는) 입증되자

πειράζησθε

(너희는) 입증되자

πειράζωνται

(그들은) 입증되자

기원법단수 πειραζοίμην

(나는) 입증되기를 (바라다)

πειράζοιο

(너는) 입증되기를 (바라다)

πειράζοιτο

(그는) 입증되기를 (바라다)

쌍수 πειράζοισθον

(너희 둘은) 입증되기를 (바라다)

πειραζοίσθην

(그 둘은) 입증되기를 (바라다)

복수 πειραζοίμεθα

(우리는) 입증되기를 (바라다)

πειράζοισθε

(너희는) 입증되기를 (바라다)

πειράζοιντο

(그들은) 입증되기를 (바라다)

명령법단수 πειράζου

(너는) 입증되어라

πειραζέσθω

(그는) 입증되어라

쌍수 πειράζεσθον

(너희 둘은) 입증되어라

πειραζέσθων

(그 둘은) 입증되어라

복수 πειράζεσθε

(너희는) 입증되어라

πειραζέσθων, πειραζέσθωσαν

(그들은) 입증되어라

부정사 πειράζεσθαι

입증되는 것

분사 남성여성중성
πειραζομενος

πειραζομενου

πειραζομενη

πειραζομενης

πειραζομενον

πειραζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πειράξω

(나는) 입증하겠다

πειράξεις

(너는) 입증하겠다

πειράξει

(그는) 입증하겠다

쌍수 πειράξετον

(너희 둘은) 입증하겠다

πειράξετον

(그 둘은) 입증하겠다

복수 πειράξομεν

(우리는) 입증하겠다

πειράξετε

(너희는) 입증하겠다

πειράξουσιν*

(그들은) 입증하겠다

기원법단수 πειράξοιμι

(나는) 입증하겠기를 (바라다)

πειράξοις

(너는) 입증하겠기를 (바라다)

πειράξοι

(그는) 입증하겠기를 (바라다)

쌍수 πειράξοιτον

(너희 둘은) 입증하겠기를 (바라다)

πειραξοίτην

(그 둘은) 입증하겠기를 (바라다)

복수 πειράξοιμεν

(우리는) 입증하겠기를 (바라다)

πειράξοιτε

(너희는) 입증하겠기를 (바라다)

πειράξοιεν

(그들은) 입증하겠기를 (바라다)

부정사 πειράξειν

입증할 것

분사 남성여성중성
πειραξων

πειραξοντος

πειραξουσα

πειραξουσης

πειραξον

πειραξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πειράξομαι

(나는) 입증되겠다

πειράξει, πειράξῃ

(너는) 입증되겠다

πειράξεται

(그는) 입증되겠다

쌍수 πειράξεσθον

(너희 둘은) 입증되겠다

πειράξεσθον

(그 둘은) 입증되겠다

복수 πειραξόμεθα

(우리는) 입증되겠다

πειράξεσθε

(너희는) 입증되겠다

πειράξονται

(그들은) 입증되겠다

기원법단수 πειραξοίμην

(나는) 입증되겠기를 (바라다)

πειράξοιο

(너는) 입증되겠기를 (바라다)

πειράξοιτο

(그는) 입증되겠기를 (바라다)

쌍수 πειράξοισθον

(너희 둘은) 입증되겠기를 (바라다)

πειραξοίσθην

(그 둘은) 입증되겠기를 (바라다)

복수 πειραξοίμεθα

(우리는) 입증되겠기를 (바라다)

πειράξοισθε

(너희는) 입증되겠기를 (바라다)

πειράξοιντο

(그들은) 입증되겠기를 (바라다)

부정사 πειράξεσθαι

입증될 것

분사 남성여성중성
πειραξομενος

πειραξομενου

πειραξομενη

πειραξομενης

πειραξομενον

πειραξομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πειρασθήσομαι

(나는) 입증되겠다

πειρασθήσῃ

(너는) 입증되겠다

πειρασθήσεται

(그는) 입증되겠다

쌍수 πειρασθήσεσθον

(너희 둘은) 입증되겠다

πειρασθήσεσθον

(그 둘은) 입증되겠다

복수 πειρασθησόμεθα

(우리는) 입증되겠다

πειρασθήσεσθε

(너희는) 입증되겠다

πειρασθήσονται

(그들은) 입증되겠다

기원법단수 πειρασθησοίμην

(나는) 입증되겠기를 (바라다)

πειρασθήσοιο

(너는) 입증되겠기를 (바라다)

πειρασθήσοιτο

(그는) 입증되겠기를 (바라다)

쌍수 πειρασθήσοισθον

(너희 둘은) 입증되겠기를 (바라다)

πειρασθησοίσθην

(그 둘은) 입증되겠기를 (바라다)

복수 πειρασθησοίμεθα

(우리는) 입증되겠기를 (바라다)

πειρασθήσοισθε

(너희는) 입증되겠기를 (바라다)

πειρασθήσοιντο

(그들은) 입증되겠기를 (바라다)

부정사 πειρασθήσεσθαι

입증될 것

분사 남성여성중성
πειρασθησομενος

πειρασθησομενου

πειρασθησομενη

πειρασθησομενης

πειρασθησομενον

πειρασθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπείραζον

(나는) 입증하고 있었다

ἐπείραζες

(너는) 입증하고 있었다

ἐπείραζεν*

(그는) 입증하고 있었다

쌍수 ἐπειράζετον

(너희 둘은) 입증하고 있었다

ἐπειραζέτην

(그 둘은) 입증하고 있었다

복수 ἐπειράζομεν

(우리는) 입증하고 있었다

ἐπειράζετε

(너희는) 입증하고 있었다

ἐπείραζον

(그들은) 입증하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπειραζόμην

(나는) 입증되고 있었다

ἐπειράζου

(너는) 입증되고 있었다

ἐπειράζετο

(그는) 입증되고 있었다

쌍수 ἐπειράζεσθον

(너희 둘은) 입증되고 있었다

ἐπειραζέσθην

(그 둘은) 입증되고 있었다

복수 ἐπειραζόμεθα

(우리는) 입증되고 있었다

ἐπειράζεσθε

(너희는) 입증되고 있었다

ἐπειράζοντο

(그들은) 입증되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπείρασα

(나는) 입증했다

ἐπείρασας

(너는) 입증했다

ἐπείρασεν*

(그는) 입증했다

쌍수 ἐπειράσατον

(너희 둘은) 입증했다

ἐπειρασάτην

(그 둘은) 입증했다

복수 ἐπειράσαμεν

(우리는) 입증했다

ἐπειράσατε

(너희는) 입증했다

ἐπείρασαν

(그들은) 입증했다

접속법단수 πειράσω

(나는) 입증했자

πειράσῃς

(너는) 입증했자

πειράσῃ

(그는) 입증했자

쌍수 πειράσητον

(너희 둘은) 입증했자

πειράσητον

(그 둘은) 입증했자

복수 πειράσωμεν

(우리는) 입증했자

πειράσητε

(너희는) 입증했자

πειράσωσιν*

(그들은) 입증했자

기원법단수 πειράσαιμι

(나는) 입증했기를 (바라다)

πειράσαις

(너는) 입증했기를 (바라다)

πειράσαι

(그는) 입증했기를 (바라다)

쌍수 πειράσαιτον

(너희 둘은) 입증했기를 (바라다)

πειρασαίτην

(그 둘은) 입증했기를 (바라다)

복수 πειράσαιμεν

(우리는) 입증했기를 (바라다)

πειράσαιτε

(너희는) 입증했기를 (바라다)

πειράσαιεν

(그들은) 입증했기를 (바라다)

명령법단수 πείρασον

(너는) 입증했어라

πειρασάτω

(그는) 입증했어라

쌍수 πειράσατον

(너희 둘은) 입증했어라

πειρασάτων

(그 둘은) 입증했어라

복수 πειράσατε

(너희는) 입증했어라

πειρασάντων

(그들은) 입증했어라

부정사 πειράσαι

입증했는 것

분사 남성여성중성
πειρασᾱς

πειρασαντος

πειρασᾱσα

πειρασᾱσης

πειρασαν

πειρασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπειρασάμην

(나는) 입증되었다

ἐπειράσω

(너는) 입증되었다

ἐπειράσατο

(그는) 입증되었다

쌍수 ἐπειράσασθον

(너희 둘은) 입증되었다

ἐπειρασάσθην

(그 둘은) 입증되었다

복수 ἐπειρασάμεθα

(우리는) 입증되었다

ἐπειράσασθε

(너희는) 입증되었다

ἐπειράσαντο

(그들은) 입증되었다

접속법단수 πειράσωμαι

(나는) 입증되었자

πειράσῃ

(너는) 입증되었자

πειράσηται

(그는) 입증되었자

쌍수 πειράσησθον

(너희 둘은) 입증되었자

πειράσησθον

(그 둘은) 입증되었자

복수 πειρασώμεθα

(우리는) 입증되었자

πειράσησθε

(너희는) 입증되었자

πειράσωνται

(그들은) 입증되었자

기원법단수 πειρασαίμην

(나는) 입증되었기를 (바라다)

πειράσαιο

(너는) 입증되었기를 (바라다)

πειράσαιτο

(그는) 입증되었기를 (바라다)

쌍수 πειράσαισθον

(너희 둘은) 입증되었기를 (바라다)

πειρασαίσθην

(그 둘은) 입증되었기를 (바라다)

복수 πειρασαίμεθα

(우리는) 입증되었기를 (바라다)

πειράσαισθε

(너희는) 입증되었기를 (바라다)

πειράσαιντο

(그들은) 입증되었기를 (바라다)

명령법단수 πείρασαι

(너는) 입증되었어라

πειρασάσθω

(그는) 입증되었어라

쌍수 πειράσασθον

(너희 둘은) 입증되었어라

πειρασάσθων

(그 둘은) 입증되었어라

복수 πειράσασθε

(너희는) 입증되었어라

πειρασάσθων

(그들은) 입증되었어라

부정사 πειράσεσθαι

입증되었는 것

분사 남성여성중성
πειρασαμενος

πειρασαμενου

πειρασαμενη

πειρασαμενης

πειρασαμενον

πειρασαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπειράσθην

(나는) 입증되었다

ἐπειράσθης

(너는) 입증되었다

ἐπειράσθη

(그는) 입증되었다

쌍수 ἐπειράσθητον

(너희 둘은) 입증되었다

ἐπειρασθήτην

(그 둘은) 입증되었다

복수 ἐπειράσθημεν

(우리는) 입증되었다

ἐπειράσθητε

(너희는) 입증되었다

ἐπειράσθησαν

(그들은) 입증되었다

접속법단수 πειράσθω

(나는) 입증되었자

πειράσθῃς

(너는) 입증되었자

πειράσθῃ

(그는) 입증되었자

쌍수 πειράσθητον

(너희 둘은) 입증되었자

πειράσθητον

(그 둘은) 입증되었자

복수 πειράσθωμεν

(우리는) 입증되었자

πειράσθητε

(너희는) 입증되었자

πειράσθωσιν*

(그들은) 입증되었자

기원법단수 πειρασθείην

(나는) 입증되었기를 (바라다)

πειρασθείης

(너는) 입증되었기를 (바라다)

πειρασθείη

(그는) 입증되었기를 (바라다)

쌍수 πειρασθείητον

(너희 둘은) 입증되었기를 (바라다)

πειρασθειήτην

(그 둘은) 입증되었기를 (바라다)

복수 πειρασθείημεν

(우리는) 입증되었기를 (바라다)

πειρασθείητε

(너희는) 입증되었기를 (바라다)

πειρασθείησαν

(그들은) 입증되었기를 (바라다)

명령법단수 πειράσθητι

(너는) 입증되었어라

πειρασθήτω

(그는) 입증되었어라

쌍수 πειράσθητον

(너희 둘은) 입증되었어라

πειρασθήτων

(그 둘은) 입증되었어라

복수 πειράσθητε

(너희는) 입증되었어라

πειρασθέντων

(그들은) 입증되었어라

부정사 πειρασθῆναι

입증되었는 것

분사 남성여성중성
πειρασθεις

πειρασθεντος

πειρασθεισα

πειρασθεισης

πειρασθεν

πειρασθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 입증하다

  2. 시도하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION