헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιχειρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιχειρέω

형태분석: ἐπι (접두사) + χειρέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: xei/r

  1.  
  2. 시도하다, 떠맡다, 착수하다, 입증하다, 시작하다
  3. 공격하다, 습격하다, 기습하다, 전진하다
  1. to put one's hand on
  2. to put one's hand to, set to work at, attempt, to be attempted
  3. to endeavour or attempt to
  4. to make an attempt on, to set upon, attack

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιχείρω

(나는)  는다

ἐπιχείρεις

(너는)  는다

ἐπιχείρει

(그는)  는다

쌍수 ἐπιχείρειτον

(너희 둘은)  는다

ἐπιχείρειτον

(그 둘은)  는다

복수 ἐπιχείρουμεν

(우리는)  는다

ἐπιχείρειτε

(너희는)  는다

ἐπιχείρουσιν*

(그들은)  는다

접속법단수 ἐπιχείρω

(나는)  자

ἐπιχείρῃς

(너는)  자

ἐπιχείρῃ

(그는)  자

쌍수 ἐπιχείρητον

(너희 둘은)  자

ἐπιχείρητον

(그 둘은)  자

복수 ἐπιχείρωμεν

(우리는)  자

ἐπιχείρητε

(너희는)  자

ἐπιχείρωσιν*

(그들은)  자

기원법단수 ἐπιχείροιμι

(나는)  기를 (바라다)

ἐπιχείροις

(너는)  기를 (바라다)

ἐπιχείροι

(그는)  기를 (바라다)

쌍수 ἐπιχείροιτον

(너희 둘은)  기를 (바라다)

ἐπιχειροίτην

(그 둘은)  기를 (바라다)

복수 ἐπιχείροιμεν

(우리는)  기를 (바라다)

ἐπιχείροιτε

(너희는)  기를 (바라다)

ἐπιχείροιεν

(그들은)  기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιχεῖρει

(너는)  어라

ἐπιχειρεῖτω

(그는)  어라

쌍수 ἐπιχείρειτον

(너희 둘은)  어라

ἐπιχειρεῖτων

(그 둘은)  어라

복수 ἐπιχείρειτε

(너희는)  어라

ἐπιχειροῦντων, ἐπιχειρεῖτωσαν

(그들은)  어라

부정사 ἐπιχείρειν

 는 것

분사 남성여성중성
ἐπιχειρων

ἐπιχειρουντος

ἐπιχειρουσα

ἐπιχειρουσης

ἐπιχειρουν

ἐπιχειρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιχείρουμαι

(나는)  어진다

ἐπιχείρει, ἐπιχείρῃ

(너는)  어진다

ἐπιχείρειται

(그는)  어진다

쌍수 ἐπιχείρεισθον

(너희 둘은)  어진다

ἐπιχείρεισθον

(그 둘은)  어진다

복수 ἐπιχειροῦμεθα

(우리는)  어진다

ἐπιχείρεισθε

(너희는)  어진다

ἐπιχείρουνται

(그들은)  어진다

접속법단수 ἐπιχείρωμαι

(나는)  어지자

ἐπιχείρῃ

(너는)  어지자

ἐπιχείρηται

(그는)  어지자

쌍수 ἐπιχείρησθον

(너희 둘은)  어지자

ἐπιχείρησθον

(그 둘은)  어지자

복수 ἐπιχειρώμεθα

(우리는)  어지자

ἐπιχείρησθε

(너희는)  어지자

ἐπιχείρωνται

(그들은)  어지자

기원법단수 ἐπιχειροίμην

(나는)  어지기를 (바라다)

ἐπιχείροιο

(너는)  어지기를 (바라다)

ἐπιχείροιτο

(그는)  어지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιχείροισθον

(너희 둘은)  어지기를 (바라다)

ἐπιχειροίσθην

(그 둘은)  어지기를 (바라다)

복수 ἐπιχειροίμεθα

(우리는)  어지기를 (바라다)

ἐπιχείροισθε

(너희는)  어지기를 (바라다)

ἐπιχείροιντο

(그들은)  어지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιχείρου

(너는)  어져라

ἐπιχειρεῖσθω

(그는)  어져라

쌍수 ἐπιχείρεισθον

(너희 둘은)  어져라

ἐπιχειρεῖσθων

(그 둘은)  어져라

복수 ἐπιχείρεισθε

(너희는)  어져라

ἐπιχειρεῖσθων, ἐπιχειρεῖσθωσαν

(그들은)  어져라

부정사 ἐπιχείρεισθαι

 어지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιχειρουμενος

ἐπιχειρουμενου

ἐπιχειρουμενη

ἐπιχειρουμενης

ἐπιχειρουμενον

ἐπιχειρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεχεῖρουν

(나는)  고 있었다

ἐπεχεῖρεις

(너는)  고 있었다

ἐπεχεῖρειν*

(그는)  고 있었다

쌍수 ἐπεχείρειτον

(너희 둘은)  고 있었다

ἐπεχειρεῖτην

(그 둘은)  고 있었다

복수 ἐπεχείρουμεν

(우리는)  고 있었다

ἐπεχείρειτε

(너희는)  고 있었다

ἐπεχεῖρουν

(그들은)  고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεχειροῦμην

(나는)  어지고 있었다

ἐπεχείρου

(너는)  어지고 있었다

ἐπεχείρειτο

(그는)  어지고 있었다

쌍수 ἐπεχείρεισθον

(너희 둘은)  어지고 있었다

ἐπεχειρεῖσθην

(그 둘은)  어지고 있었다

복수 ἐπεχειροῦμεθα

(우리는)  어지고 있었다

ἐπεχείρεισθε

(너희는)  어지고 있었다

ἐπεχείρουντο

(그들은)  어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παραβασιλεύετε καὶ τυράννουσ ὑπερβεβήκατε ὠμότητι καὶ ἐμὲ αὐτὸν τὸν ὑμῶν εὐεργέτην ἐπιχειρεῖτε τῆσ ἀρχῆσ ἤδη καὶ τοῦ πνεύματοσ μεθιστᾶν, λάθρα μηχανώμενοι τὰ μὴ συμ‘φεροντα τῇ βασιλείᾳ. (Septuagint, Liber Maccabees III 6:24)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 6:24)

  • μὴ γὰρ τοσοῦτόσ ποτε λιμὸσ καταλάβοι τὸ Ἄργοσ, ὡσ τὴν Κυλλάραβιν σπείρειν ἐπιχειρεῖν· (Lucian, Apologia 24:3)

    (루키아노스, Apologia 24:3)

  • ὅπερ ἐξ ἅπαντοσ ὁ διαβάλλων ἐπιχειρεῖ ποιεῖν ἄκριτον ὑπάγων τὸν διαβαλλόμενον τῇ τοῦ ἀκούοντοσ ὀργῇ καὶ τὴν ἀπολογίαν τῷ λαθραίῳ τῆσ κατηγορίασ παραιρούμενοσ. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 8:11)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 8:11)

  • οἶδα ὡσ μάτην ταῦτά μοι λελήρηται καὶ κατὰ τὴν παροιμίαν Αἰθίοπα σμήχειν ἐπιχειρῶ· (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 28:5)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 28:5)

  • "^ ὃσ δέ κε δειλὸσ ἐὼν φεύγῃ μένοσ Ἡφαίστοιο, λάεσσιν βαλέειν τοῦτον τάχα πάντασ Ἀχαιούσ, ὡσ μὴ ψυχρὸσ ἐὼν θερμηγορέειν ἐπιχειρῇ χρυσῷ σαξάμενοσ πήρην μάλα πολλὰ δανείζων, ἐν καλαῖσ Πάτραισιν ἔχων τρὶσ πέντε τάλαντα. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:94)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:94)

유의어

  1.  

  2. 시도하다

  3. to endeavour or attempt to

  4. 공격하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION