- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πεῖρα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: peira 고전 발음: [] 신약 발음: [삐라]

기본형: πεῖρα πεῖρας

형태분석: πειρ (어간) + α (어미)

  1. 재판, 시도, 실험, 입증
  1. trial, experiment, attempt

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πεῖρα

재판이

πείρα

재판들이

πεῖραι

재판들이

속격 πείρας

재판의

πείραιν

재판들의

πειρῶν

재판들의

여격 πείρᾳ

재판에게

πείραιν

재판들에게

πείραις

재판들에게

대격 πεῖραν

재판을

πείρα

재판들을

πείρας

재판들을

호격 πεῖρα

재판아

πείρα

재판들아

πεῖραι

재판들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δίκαιον οὖν οὐχ ὑμᾶς, οἳ δικάζετε νῦν, ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ γράμματα τῆς πείρας ἔχειν τινὰ φυλακὴν εἰ γὰρ ἐξέσται τοῖς βουλομένοις ἀπὸ τῆς καθ αὑτὰ τάξεως ἐς ἀλλοτρίαν βιάζεσθαι καὶ τοῦτο ἐπιτρέψετε ὑμεῖς, ὧν χωρὶς οὐδὲν καθόλου τι γράφεται, οὐχ ὁρῶ τίνα τρόπον αἱ συντάξεις τὰ νόμιμα, ἐφ οἷς ἐτάχθη τὰ κατ ἀρχάς, ἕξουσιν. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 2:4)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 2:4)

  • εἰ δέ μοι πεισθείης ποτὲ καὶ ὅσον πείρας ἕνεκα παράσχοις σεαυτὸν ἀναπετάσας τοὺς ὀφθαλμούς, εὖ οἶδα ὡς οὐκ ἀνάσχοιο ἂν μὴ οὐχὶ πρὸ τῶν ἄλλων θέαν ἐν ἐπιτηδείῳ καταλαμβάνων ὅθεν καὶ ὄψει ἀκριβῶς καὶ ἀκούσῃ ἅπαντα. (Lucian, De saltatione, (no name) 5:6)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 5:6)

  • ἐπεὶ δ ὑπήκουέ μοι τὸ χρῆμα, τολμηρότερον ἤδη τῆς πείρας ἡπτόμην, καὶ ἀνελθὼν ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν ἀφῆκα ἐμαυτὸν κατὰ τοῦ κρημνοῦ φέρων ἐς αὐτὸ τὸ θέατρον. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 10:10)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 10:10)

  • καὶ τέχνην οὕτω φασὶν ἐκ πείρας συνερανιζομένην μεγάλην γενέσθαι. (Plutarch, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 2 6:3)

    (플루타르코스, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 2 6:3)

  • ὡς τόν γε ἄνευ πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῦντα. (Lucian, 101:5)

    (루키아노스, 101:5)

유의어

  1. 재판

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION