헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πατήρ

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πατήρ πατέρος

형태분석: πατερ (어간)

어원: acc. always pate/ra gen. pl. rarely patrw=n

  1. 아버지, 아빠
  2. 제우스 신의 별칭
  3. 노인에 대한 존칭
  4. 조상, 선조
  1. father
  2. epithet of Zeus
  3. respectful full address of older people
  4. ancestor

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πατήρ

아버지가

πατέρε

아버지들이

πατέρες

아버지들이

속격 πατέρος, πατρός

아버지의

πατέροιν

아버지들의

πατέρων

아버지들의

여격 πατέρι, πατρί

아버지에게

πατέροιν

아버지들에게

πατράσι

아버지들에게

대격 πατέρα

아버지를

πατέρε

아버지들을

πατέρας

아버지들을

호격 πατέρ

아버지야

πατέρε

아버지들아

πατέρες

아버지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ δὲ ἀπελεύσῃ πρὸσ τοὺσ πατέρασ σου ἐν εἰρήνῃ, τραφεὶσ ἐν γήρᾳ καλῷ. (Septuagint, Liber Genesis 15:15)

    (70인역 성경, 창세기 15:15)

  • καὶ κατέβησαν οἱ πατέρεσ ἡμῶν εἰσ Αἴγυπτον, καὶ παρῳκήσαμεν ἐν Αἰγύπτῳ ἡμέρασ πλείουσ, καὶ ἐκάκωσαν ἡμᾶσ οἱ Αἰγύπτιοι καὶ τοὺσ πατέρασ ἡμῶν, (Septuagint, Liber Numeri 20:15)

    (70인역 성경, 민수기 20:15)

  • διὰ τὸ ἀγαπῆσαι αὐτὸν τοὺσ πατέρασ σου καὶ ἐξελέξατο τὸ σπέρμα αὐτῶν μετ̓ αὐτοὺσ ὑμᾶσ καὶ ἐξήγαγέ σε αὐτὸσ ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ τῇ μεγάλῃ ἐξ Αἰγύπτου (Septuagint, Liber Deuteronomii 4:37)

    (70인역 성경, 신명기 4:37)

  • πλὴν τοὺσ πατέρασ ὑμῶν προείλετο Κύριοσ ἀγαπᾶν αὐτούσ, καὶ ἐξελέξατο τὸ σπέρμα αὐτῶν μετ̓ αὐτοὺσ ὑμᾶσ παρὰ πάντα τὰ ἔθνη κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην. (Septuagint, Liber Deuteronomii 10:15)

    (70인역 성경, 신명기 10:15)

  • καὶ εἰσάξει σε ὁ Θεόσ σου ἐκεῖθεν εἰσ τὴν γῆν, ἣν ἐκληρονόμησαν οἱ πατέρεσ σου, καὶ κληρονομήσεισ αὐτήν. καὶ εὖ σε ποιήσει καὶ πλεοναστόν σε ποιήσει ὑπὲρ τοὺσ πατέρασ σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 30:5)

    (70인역 성경, 신명기 30:5)

유의어

  1. 아버지

  2. 제우스 신의 별칭

  3. 조상

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION