헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πατήρ

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πατήρ πατέρος

형태분석: πατερ (어간)

어원: acc. always pate/ra gen. pl. rarely patrw=n

  1. 아버지, 아빠
  2. 제우스 신의 별칭
  3. 노인에 대한 존칭
  4. 조상, 선조
  1. father
  2. epithet of Zeus
  3. respectful full address of older people
  4. ancestor

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πατήρ

아버지가

πατέρε

아버지들이

πατέρες

아버지들이

속격 πατέρος, πατρός

아버지의

πατέροιν

아버지들의

πατέρων

아버지들의

여격 πατέρι, πατρί

아버지에게

πατέροιν

아버지들에게

πατράσι

아버지들에게

대격 πατέρα

아버지를

πατέρε

아버지들을

πατέρας

아버지들을

호격 πατέρ

아버지야

πατέρε

아버지들아

πατέρες

아버지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δὲ φιλάκρητοσ καὶ ἀείλαλοσ οὐκ ἐπὶ τέκνοισ μύρεται, οὐ τεκέων ἀκτεάνῳ πατέρι· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 3532)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 3532)

  • πρῶτοσ Νεστορίδησ Πεισίστρατοσ ἐγγύθεν ἐλθὼν ἀμφοτέρων ἕλε χεῖρα καὶ ἵδρυσεν παρὰ δαιτὶ κώεσιν ἐν μαλακοῖσιν ἐπὶ ψαμάθοισ ἁλίῃσιν πάρ τε κασιγνήτῳ Θρασυμήδεϊ καὶ πατέρι ᾧ· (Homer, Odyssey, Book 3 5:5)

    (호메로스, 오디세이아, Book 3 5:5)

  • ἔνθ’ ὅ γε τοὺσ ἐνάριζε, φίλον δ’ ἐξαίνυτο θυμὸν ἀμφοτέρω, πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ λεῖπ’, ἐπεὶ οὐ ζώοντε μάχησ ἐκνοστήσαντε δέξατο· (Homer, Iliad, Book 5 19:6)

    (호메로스, 일리아스, Book 5 19:6)

  • τὸν νῦν οὐκ ἔτλητε νέκυν περ ἐόντα σαῶσαι ᾗ τ’ ἀλόχῳ ἰδέειν καὶ μητέρι καὶ τέκεϊ ᾧ καὶ πατέρι Πριάμῳ λαοῖσί τε, τοί κέ μιν ὦκα ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν. (Homer, Iliad, Book 24 3:7)

    (호메로스, 일리아스, Book 24 3:7)

유의어

  1. 아버지

  2. 제우스 신의 별칭

  3. 조상

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION