헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρατρέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρατρέχω παραδραμοῦμαι παρέδραμον

형태분석: παρα (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 초과하다, 능가하다, 넘다, 초월하다, 넘어서다
  2. 무시하다, 얕보다, 넘치다, 생략하다, 버리다
  1. to run by or past
  2. to outrun, overtake, to go beyond, exceed
  3. to run through or over, run across
  4. to run over, treat in a cursory way, to slight, neglect
  5. to escape unnoticed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρατρέχω

παρατρέχεις

παρατρέχει

쌍수 παρατρέχετον

παρατρέχετον

복수 παρατρέχομεν

παρατρέχετε

παρατρέχουσιν*

접속법단수 παρατρέχω

παρατρέχῃς

παρατρέχῃ

쌍수 παρατρέχητον

παρατρέχητον

복수 παρατρέχωμεν

παρατρέχητε

παρατρέχωσιν*

기원법단수 παρατρέχοιμι

παρατρέχοις

παρατρέχοι

쌍수 παρατρέχοιτον

παρατρεχοίτην

복수 παρατρέχοιμεν

παρατρέχοιτε

παρατρέχοιεν

명령법단수 παρατρέχε

παρατρεχέτω

쌍수 παρατρέχετον

παρατρεχέτων

복수 παρατρέχετε

παρατρεχόντων, παρατρεχέτωσαν

부정사 παρατρέχειν

분사 남성여성중성
παρατρεχων

παρατρεχοντος

παρατρεχουσα

παρατρεχουσης

παρατρεχον

παρατρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρατρέχομαι

παρατρέχει, παρατρέχῃ

παρατρέχεται

쌍수 παρατρέχεσθον

παρατρέχεσθον

복수 παρατρεχόμεθα

παρατρέχεσθε

παρατρέχονται

접속법단수 παρατρέχωμαι

παρατρέχῃ

παρατρέχηται

쌍수 παρατρέχησθον

παρατρέχησθον

복수 παρατρεχώμεθα

παρατρέχησθε

παρατρέχωνται

기원법단수 παρατρεχοίμην

παρατρέχοιο

παρατρέχοιτο

쌍수 παρατρέχοισθον

παρατρεχοίσθην

복수 παρατρεχοίμεθα

παρατρέχοισθε

παρατρέχοιντο

명령법단수 παρατρέχου

παρατρεχέσθω

쌍수 παρατρέχεσθον

παρατρεχέσθων

복수 παρατρέχεσθε

παρατρεχέσθων, παρατρεχέσθωσαν

부정사 παρατρέχεσθαι

분사 남성여성중성
παρατρεχομενος

παρατρεχομενου

παρατρεχομενη

παρατρεχομενης

παρατρεχομενον

παρατρεχομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοι καταπεφεύγεσαν μὲν ἐκ τῆσ παρατάξεωσ εἰσ τὸ βαλανεῖον ὡπλισμένοι, τέωσ δ’ ὑποπεπτηχότεσ καὶ διαλανθάνοντεσ ὡσ ἐθεάσαντο τὸν βασιλέα, λυθέντεσ ὑπ’ ἐκπλήξεωσ αὐτὸν μὲν παρέτρεχον γυμνὸν ὄντα τρέμοντεσ, ἐπὶ δὲ τὰσ ἐξόδουσ ἐχώρουν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 490:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 490:1)

유의어

  1. to run by or past

  2. 초과하다

  3. to run through or over

  4. to escape unnoticed

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION