헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραιτέομαι

ε 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραιτέομαι παραιτήσομαι παραῄτημαι

형태분석: παρ (접두사) + αἰτέ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 유도하다, 유발하다, 야기시키다
  2. 있다, 애원하다, 빌다, 요청하다, 돌보다
  3. 거절하다, 거부하다, 피하다
  4. 묻다, 청하다, 물어보다, 거절하다, 질문하다, 애원하다
  5. 이혼하다, 개가하다
  1. to beg from, ask as a favour of
  2. to move by entreaty, obtain leave from, to intercede with, prevail upon, by supplications
  3. to entreat, to, to beg of, to obtain leave to do
  4. to decline, deprecate
  5. to ask, to excuse, decline, invitation, excused
  6. to divorce
  7. to intercede for, beg off

활용 정보

현재 시제

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ δὲ σύντομον τῆσ λέξεωσ μεταδιώκειν καὶ τὸ ἐξεργαστικὸν τῆσ πραγματείασ παραιτεῖσθαι τῷ τὴν μετάφρασιν ποιουμένῳ συγχωρητέον. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:31)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 2:31)

  • οὐ μέλλω, τύραννε, πρὸσ τὸν ὑπὲρ τῆσ ἀρετῆσ βασανισμὸν παραιτεῖσθαι, (Septuagint, Liber Maccabees IV 11:2)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 11:2)

  • ἆρά μοι κράτιστον, ἐθελοκακήσαντα καὶ τὰ νῶτα ἐπιστρέψαντα καὶ ἀδικεῖν οὐκ ἀρνούμενον ἐπὶ τὴν κοινὴν ἐκείνην ἀπολογίαν καταφυγεῖν, ‐ λέγω δὲ τὴν Τύχην καὶ Μοῖραν καὶ Εἱμαρμένην ‐ καὶ παραιτεῖσθαι συγγνώμην ἔχειν μοι τοὺσ ἐπιτιμῶντασ εἰδότασ ὡσ οὐδενὸσ ἡμεῖσ κύριοι, ἀλλ̓ ὑπό τινοσ κρείττονοσ, μᾶλλον δὲ μιᾶσ τῶν προειρημένων ἀγόμεθα οὐχ ἑκόντεσ, ἀλλ̓ ἀναίτιοι παντάπασιν ἄντεσ ὧν λέγομεν ἢ ποιοῦμεν; (Lucian, Apologia 19:3)

    (루키아노스, Apologia 19:3)

  • τοῦ μὲν γὰρ τὸν γεννηθέντα πονηρὸν ἢ χρηστὸν ἀποβήσεσθαι οὐδέν, οἶμαι, γνώρισμα ἦν, καὶ διὰ τοῦτο τοὺσ ἀναξίουσ τοῦ γένουσ παραιτεῖσθαι συγκεχώρηται τοῖσ ὅτε ἠγνόουν ἀναθρεψαμένοισ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 9:5)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 9:5)

  • ὡσ μὲν οὖν οὔτε ἀποκηρύττειν ἔτι τούτῳ ἔξεστιν ἅπαξ ἤδη τὴν πατρικὴν ἐξουσίαν ἀποπληρώσαντι καὶ χρησαμένῳ τοῖσ νόμοισ, οὔτε ἄλλωσ δίκαιον εὐεργέτην ἐσ τὰ τηλικαῦτα γεγενημένον ἀπωθεῖσθαι καὶ τῆσ οἰκίασ παραιτεῖσθαι, ἱκανῶσ, οἶμαι, δέδεικται. (Lucian, Abdicatus, (no name) 19:9)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 19:9)

유의어

  1. to beg from

  2. 거절하다

  3. 이혼하다

  4. to intercede for

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION