헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτωχεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτωχεύω

형태분석: πτωχεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 애원하다, 빌다, 요청하다, 간청하다
  1. to be a beggar, go begging, beg
  2. to get by begging
  3. to beg or ask an alms of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πτωχεύω

(나는) 애원한다

πτωχεύεις

(너는) 애원한다

πτωχεύει

(그는) 애원한다

쌍수 πτωχεύετον

(너희 둘은) 애원한다

πτωχεύετον

(그 둘은) 애원한다

복수 πτωχεύομεν

(우리는) 애원한다

πτωχεύετε

(너희는) 애원한다

πτωχεύουσιν*

(그들은) 애원한다

접속법단수 πτωχεύω

(나는) 애원하자

πτωχεύῃς

(너는) 애원하자

πτωχεύῃ

(그는) 애원하자

쌍수 πτωχεύητον

(너희 둘은) 애원하자

πτωχεύητον

(그 둘은) 애원하자

복수 πτωχεύωμεν

(우리는) 애원하자

πτωχεύητε

(너희는) 애원하자

πτωχεύωσιν*

(그들은) 애원하자

기원법단수 πτωχεύοιμι

(나는) 애원하기를 (바라다)

πτωχεύοις

(너는) 애원하기를 (바라다)

πτωχεύοι

(그는) 애원하기를 (바라다)

쌍수 πτωχεύοιτον

(너희 둘은) 애원하기를 (바라다)

πτωχευοίτην

(그 둘은) 애원하기를 (바라다)

복수 πτωχεύοιμεν

(우리는) 애원하기를 (바라다)

πτωχεύοιτε

(너희는) 애원하기를 (바라다)

πτωχεύοιεν

(그들은) 애원하기를 (바라다)

명령법단수 πτώχευε

(너는) 애원해라

πτωχευέτω

(그는) 애원해라

쌍수 πτωχεύετον

(너희 둘은) 애원해라

πτωχευέτων

(그 둘은) 애원해라

복수 πτωχεύετε

(너희는) 애원해라

πτωχευόντων, πτωχευέτωσαν

(그들은) 애원해라

부정사 πτωχεύειν

애원하는 것

분사 남성여성중성
πτωχευων

πτωχευοντος

πτωχευουσα

πτωχευουσης

πτωχευον

πτωχευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πτωχεύομαι

(나는) 애원된다

πτωχεύει, πτωχεύῃ

(너는) 애원된다

πτωχεύεται

(그는) 애원된다

쌍수 πτωχεύεσθον

(너희 둘은) 애원된다

πτωχεύεσθον

(그 둘은) 애원된다

복수 πτωχευόμεθα

(우리는) 애원된다

πτωχεύεσθε

(너희는) 애원된다

πτωχεύονται

(그들은) 애원된다

접속법단수 πτωχεύωμαι

(나는) 애원되자

πτωχεύῃ

(너는) 애원되자

πτωχεύηται

(그는) 애원되자

쌍수 πτωχεύησθον

(너희 둘은) 애원되자

πτωχεύησθον

(그 둘은) 애원되자

복수 πτωχευώμεθα

(우리는) 애원되자

πτωχεύησθε

(너희는) 애원되자

πτωχεύωνται

(그들은) 애원되자

기원법단수 πτωχευοίμην

(나는) 애원되기를 (바라다)

πτωχεύοιο

(너는) 애원되기를 (바라다)

πτωχεύοιτο

(그는) 애원되기를 (바라다)

쌍수 πτωχεύοισθον

(너희 둘은) 애원되기를 (바라다)

πτωχευοίσθην

(그 둘은) 애원되기를 (바라다)

복수 πτωχευοίμεθα

(우리는) 애원되기를 (바라다)

πτωχεύοισθε

(너희는) 애원되기를 (바라다)

πτωχεύοιντο

(그들은) 애원되기를 (바라다)

명령법단수 πτωχεύου

(너는) 애원되어라

πτωχευέσθω

(그는) 애원되어라

쌍수 πτωχεύεσθον

(너희 둘은) 애원되어라

πτωχευέσθων

(그 둘은) 애원되어라

복수 πτωχεύεσθε

(너희는) 애원되어라

πτωχευέσθων, πτωχευέσθωσαν

(그들은) 애원되어라

부정사 πτωχεύεσθαι

애원되는 것

분사 남성여성중성
πτωχευομενος

πτωχευομενου

πτωχευομενη

πτωχευομενης

πτωχευομενον

πτωχευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπτώχευον

(나는) 애원하고 있었다

ἐπτώχευες

(너는) 애원하고 있었다

ἐπτώχευεν*

(그는) 애원하고 있었다

쌍수 ἐπτωχεύετον

(너희 둘은) 애원하고 있었다

ἐπτωχευέτην

(그 둘은) 애원하고 있었다

복수 ἐπτωχεύομεν

(우리는) 애원하고 있었다

ἐπτωχεύετε

(너희는) 애원하고 있었다

ἐπτώχευον

(그들은) 애원하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπτωχευόμην

(나는) 애원되고 있었다

ἐπτωχεύου

(너는) 애원되고 있었다

ἐπτωχεύετο

(그는) 애원되고 있었다

쌍수 ἐπτωχεύεσθον

(너희 둘은) 애원되고 있었다

ἐπτωχευέσθην

(그 둘은) 애원되고 있었다

복수 ἐπτωχευόμεθα

(우리는) 애원되고 있었다

ἐπτωχεύεσθε

(너희는) 애원되고 있었다

ἐπτωχεύοντο

(그들은) 애원되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥστε εὐδοκιμεῖ ἐν Κελτοῖσ ὁ ἀπεικάσασ αὐτὰσ τοῖσ ἀνὰ τὰσ ὁδοὺσ πτωχεύουσιν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 3 5:3)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 3 5:3)

  • τὴν δ’ αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονασ ἀγροὺσ πτωχεύειν πάντων ἔστ’ ἀνιηρότατον, πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι παισί τε σὺν μικροῖσ κουριδίῃ τ’ ἀλόχῳ. (Lycurgus, Speeches, 144:4)

    (리쿠르고스, 연설, 144:4)

  • λέγω δ’ οἱο͂ν, ἐπεὶ τὰ ἐναντία ἐν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φάναι τὸν μὲν πτωχεύοντα εὔχεσθαι τὸν δὲ εὐχόμενον πτωχεύειν, ὅτι ἄμφω αἰτήσεισ, τὸ εἰρημένον ἐστὶ ποιεῖν, ὡσ καὶ Ἰφικράτησ Καλλίαν μητραγύρτην ἀλλ’ οὐ δᾳδοῦχον, ὁ δὲ ἔφη ἀμύητον αὐτὸν εἶναι· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 2 10:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 2 10:1)

  • τὴν δ’ αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονασ ἀγροὺσ πτωχεύειν πάντων ἔστ’ ἀνιηρότατον, πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι παισί τε σὺν μικροῖσ κουριδίῃ τ’ ἀλόχῳ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 129)

    (작자 미상, 비가, , 129)

  • πτωχεύει δὲ φίλουσ πάντασ, ὅπου τιν’ ἴδῃ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389510)

    (작자 미상, 비가, , 1386-1389510)

  • ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω, κακὰ δὲ χροὶ̈ εἵματα εἷμαι, πτωχεύω δ’ ἀνὰ δῆμον; (Homer, Odyssey, Book 19 13:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 19 13:3)

유의어

  1. 애원하다

  2. to get by begging

  3. to beg or ask an alms of

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION