- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄχλος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: ochlos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄχλος ὄχλου

형태분석: ὀχλ (어간) + ος (어미)

  1. 군중, 무리, 대중, 다수
  2. 질량, 군중, 다수
  3. 곤란, 동요, 문제, 폭동, 혼란
  1. multitude, crowd, mob
  2. mass, multitude
  3. riot, tumult, disturbance, trouble

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄχλος

군중이

ὄχλω

군중들이

ὄχλοι

군중들이

속격 ὄχλου

군중의

ὄχλοιν

군중들의

ὄχλων

군중들의

여격 ὄχλῳ

군중에게

ὄχλοιν

군중들에게

ὄχλοις

군중들에게

대격 ὄχλον

군중을

ὄχλω

군중들을

ὄχλους

군중들을

호격 ὄχλε

군중아

ὄχλω

군중들아

ὄχλοι

군중들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεγειρομένων δὲ τῶν ὄχλων καὶ ταῖς ὀργαῖς διεμπιπλαμένων, καθοπλίσας ὁ Λυσίμαχος πρὸς τρισχιλίους, κατήρξατο χειρῶν ἀδίκων, προηγησαμένου τινὸς τυράννου προβεβηκότος τὴν ἡλικίαν, οὐδὲν δὲ ἧττον καὶ τὴν ἄνοιαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:40)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:40)

  • τῇ δὲ πληγῇ μὴ κατευθικτήσας διὰ τὴν τοῦ ἀγῶνος σπουδὴν καὶ τῶν ὄχλων εἴσω τῶν θυρωμάτων εἰσβαλόντων, ἀναδραμὼν γενναίως ἐπὶ τὸ τεῖχος, κατεκρήμνισεν ἑαυτὸν ἀνδρείως εἰς τοὺς ὄχλους. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:43)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 14:43)

  • ἐκ δὲ τῆς πυκνοτάτης τε καὶ ἐμπόνου τῶν ὄχλων συναγομένης κραυγῆς ἀνείκαστός τις ἦν βοή. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:28)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 1:28)

  • καὶ ἐπιδιώξαντα αὐτὸν σὺν ἅρμασι καὶ ὄχλων πλήθει ἐπέκλυσας βάθει θαλάσσης, τοὺς δὲ ἐμπιστεύσαντας ἐπὶ σοὶ τῷ τῆς ἁπάσης κτίσεως δυναστεύοντι σώους διεκόμισας, (Septuagint, Liber Maccabees III 2:7)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 2:7)

  • καὶ λιθοβόλησον ἐπ αὐτὰς λίθοις ὄχλων καὶ κατακέντει αὐτὰς ἐν τοῖς ξίφεσιν αὐτῶν. υἱοὺς αὐτῶν καὶ θυγατέρας αὐτῶν ἀποκτενοῦσι καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν ἐμπρήσουσι. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 23:47)

    (70인역 성경, 에제키엘서 23:47)

유의어

  1. 군중

  2. 질량

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION