- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄχλος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: ochlos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄχλος ὄχλου

형태분석: ὀχλ (어간) + ος (어미)

  1. 군중, 무리, 대중, 다수
  2. 질량, 군중, 다수
  3. 곤란, 동요, 문제, 폭동, 혼란
  1. multitude, crowd, mob
  2. mass, multitude
  3. riot, tumult, disturbance, trouble

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄχλος

군중이

ὄχλω

군중들이

ὄχλοι

군중들이

속격 ὄχλου

군중의

ὄχλοιν

군중들의

ὄχλων

군중들의

여격 ὄχλῳ

군중에게

ὄχλοιν

군중들에게

ὄχλοις

군중들에게

대격 ὄχλον

군중을

ὄχλω

군중들을

ὄχλους

군중들을

호격 ὄχλε

군중아

ὄχλω

군중들아

ὄχλοι

군중들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν. ἀκούσατε πᾶς Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ βασιλεὺς Ἰωσαφάτ. τάδε λέγει Κύριος ὑμῖν αὐτοῖς. μὴ φοβεῖσθε μηδὲ πτοηθῆτε ἀπὸ προσώπου τοῦ ὄχλου τοῦ πολλοῦ τούτου, ὅτι οὐχ ὑμῖν ἐστιν ἡ παράταξις, ἀλλ ἢ τῷ Θεῷ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 20:15)

    (70인역 성경, 역대기 하권 20:15)

  • τότε ἀναγνωσθέντων τῶν παρὰ τοῦ βασιλέως Ἀρταξέρξου γραφέντων, Ράθυμος καὶ Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ τούτοις συντασσόμενοι ἀναζεύξαντες εἰς Ἱερουσαλὴμ κατὰ σπουδὴν μεθ᾿ ἵππου καὶ ὄχλου παρατάξεως, ἤρξαντο κωλύειν τοὺς οἰκοδομοῦντας. καὶ ἤργει ἡ οἰκοδομὴ τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ μέχρι τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς βασιλείας Δαρείου τοῦ Περσῶν βασιλέως. (Septuagint, Liber Esdrae I 2:25)

    (70인역 성경, 에즈라기 2:25)

  • καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἡγούμενον τοῦ ὄχλου καὶ παρεκάλεσε τοὺς Ναβαταίους φίλους αὐτοῦ παραθέσθαι αὐτοῖς τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν τὴν πολλήν. (Septuagint, Liber Maccabees I 9:35)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 9:35)

  • ἀπὸ τριῶν εὐλαβήθη ἡ καρδία μου, καὶ ἐπὶ τῷ τετάρτῳ προσώπῳ ἐδεήθην. διαβολὴν πόλεως, καὶ ἐκκλησίαν ὄχλου, καὶ καταψευσμόν, ὑπὲρ θάνατον πάντα μοχθηρά. (Septuagint, Liber Sirach 26:5)

    (70인역 성경, Liber Sirach 26:5)

  • καὶ ἀπολεῖται Μωὰβ ἀπὸ ὄχλου, ὅτι ἐπὶ τὸν Κύριον ἐμεγαλύνθη. (Septuagint, Liber Ieremiae 31:42)

    (70인역 성경, 예레미야서 31:42)

유의어

  1. 군중

  2. 질량

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION