- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οὐρά?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: ourā 고전 발음: [우:라:] 신약 발음: [우라]

기본형: οὐρά οὐρᾶς

형태분석: οὐρ (어간) + α (어미)

어원: akin to ὄρρος

  1. 꼬리
  2. 뒤, 후방, 후미
  1. the tail, of a lion, dog etc.
  2. (of an army marching) the rear-guard, rear

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 οὐρά

꼬리가

οὐρά

꼬리들이

οὐραί

꼬리들이

속격 οὐρᾶς

꼬리의

οὐραῖν

꼬리들의

οὐρῶν

꼬리들의

여격 οὐρᾷ

꼬리에게

οὐραῖν

꼬리들에게

οὐραῖς

꼬리들에게

대격 οὐράν

꼬리를

οὐρά

꼬리들을

οὐράς

꼬리들을

호격 οὐρά

꼬리야

οὐρά

꼬리들아

οὐραί

꼬리들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καταστήσαι σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς κεφαλὴν καὶ μὴ εἰς οὐράν, καὶ ἔσῃ τότε ἐπάνωκαὶ οὐκ ἔσῃ ὑποκάτω, ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον φυλάσσειν καὶ ποιεῖν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:13)

    (70인역 성경, 신명기 28:13)

  • ἔστησεν οὐρὰν ὡς κυπάρισσον, τὰ δὲ νεῦρα αὐτοῦ συμπέπλεκται. (Septuagint, Liber Iob 40:17)

    (70인역 성경, 욥기 40:17)

  • καὶ ἀφεῖλε Κύριος ἀπὸ Ἰσραὴλ κεφαλὴν καὶ οὐράν, μέγαν καὶ μικρὸν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, πρεσβύτην καὶ τοὺς τὰ πρόσωπα θαυμάζοντας καὶ προφήτην διδάσκοντα ἄνομα . (Septuagint, Liber Isaiae 9:14)

    (70인역 성경, 이사야서 9:14)

  • καὶ οὐκ ἔσται τοῖς Αἰγυπτίοις ἔργον, ὃ ποιήσει κεφαλὴν καὶ οὐράν, ἀρχὴν καὶ τέλος. (Septuagint, Liber Isaiae 19:15)

    (70인역 성경, 이사야서 19:15)

  • ὁ δὲ ταὼς ἦρος ἀρχομένου πρὸς λειμῶνὰ τινα ἐλθών, ὁπότε καὶ τὰ ἄνθη πρόεισιν οὐ ποθεινότερα μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡς ἂν εἴποι τις ἀνθηρότερα καὶ τὰς βαφὰς καθαρώτερα, τότε καὶ οὗτος ἐκπετάσας τὰ πτερὰ καὶ ἀναδείξας τῷ ἡλίῳ καὶ τὴν οὐρὰν ἐπάρας καὶ πάντοθεν αὑτῷ περιστήσας ἐπιδείκνυται τὰ ἄνθη τὰ αὑτοῦ καὶ τὸ ἐάρ τῶν πτερῶν ὥσπερ αὐτὸν προκαλοῦντος τοῦ λειμῶνος ἐς τὴν ἅμιλλαν: (Lucian, De Domo, (no name) 11:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 11:1)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION