- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὅρος?

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: horos 고전 발음: [호로] 신약 발음: [오로]

기본형: ὅρος ὅρους

형태분석: ὁρο (어간) + ς (어미)

  1. 언덕, 산
  2. 산맥
  3. 구역, 지역, 영역
  1. a mountain, hill
  2. mountain chain
  3. district, sector, precinct, parish

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὅρος

언덕이

ὅρει

언덕들이

ὅρη

언덕들이

속격 ὅρους

언덕의

ὅροιν

언덕들의

ὁρέων

언덕들의

여격 ὅρει

언덕에게

ὅροιν

언덕들에게

ὅρεσι(ν)

언덕들에게

대격 ὅρος

언덕을

ὅρει

언덕들을

ὅρη

언덕들을

호격 ὅρος

언덕아

ὅρει

언덕들아

ὅρη

언덕들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὅρος δέ ἐστιν, ὥς φησιν Ἀντίπατρος ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ ὁρ´ων, λόγος κατ ἀνάλυσιν ἀπαρτιζόντως ἐκφερόμενος, ἤ, ὡς Χρύσιππος ἐν τῷ Περὶ ὁρ´ων, ἰδίου ἀπόδοσις. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 60:4)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 60:4)

  • ] Ὅρος τοῦ μεγέθους τῶν ἡδονῶν ἡ παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 139:10)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 139:10)

  • Ὅρος ἐστίν, ὅ τινός ἐστι πέρας. (Euclid, Elements, book 1, type Def13)

    (유클리드, Elements, book 1, type Def13)

  • καὶ ἐγένετο ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἀπὸ Μασσῆ ἕως ἐλθεῖν εἰς Σαφηρά, ὄρος ἀνατολῶν. (Septuagint, Liber Genesis 10:30)

    (70인역 성경, 창세기 10:30)

  • καὶ ἀπέστη ἐκεῖθεν εἰς τὸ ὄρος κατὰ ἀνατολὰς Βαιθὴλ καὶ ἔστησεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, Βαιθὴλ κατὰ θάλασσαν καὶ Ἀγγαὶ κατὰ ἀνατολάς. καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπεκαλέσατο ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου. (Septuagint, Liber Genesis 12:8)

    (70인역 성경, 창세기 12:8)

  • καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν. σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν. μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ. εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε συμπαραληφθῇς. (Septuagint, Liber Genesis 19:17)

    (70인역 성경, 창세기 19:17)

  • ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω. (Septuagint, Liber Genesis 19:19)

    (70인역 성경, 창세기 19:19)

  • καὶ ἀπέδρα αὐτὸς καὶ τὰ αὐτοῦ πάντα καὶ διέβη τὸν ποταμὸν καὶ ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος Γαλαάδ. (Septuagint, Liber Genesis 31:21)

    (70인역 성경, 창세기 31:21)

유의어

  1. 언덕

  2. 산맥

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION