헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὅρος

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὅρος ὅρους

형태분석: ὁρο (어간) + ς (어미)

  1. 언덕, 산
  2. 산맥
  3. 구역, 지역, 영역
  1. a mountain, hill
  2. mountain chain
  3. district, sector, precinct, parish

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὅρος

언덕이

ό̔ρει

언덕들이

ό̔ρη

언덕들이

속격 ό̔ρους

언덕의

ό̔ροιν

언덕들의

ὁρέων

언덕들의

여격 ό̔ρει

언덕에게

ό̔ροιν

언덕들에게

ό̔ρεσιν*

언덕들에게

대격 ὅρος

언덕을

ό̔ρει

언덕들을

ό̔ρη

언덕들을

호격 ό̔ρος

언덕아

ό̔ρει

언덕들아

ό̔ρη

언덕들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν δὲ τοῖν δυοῖν ὁρ́οιν τρίτον προσγένηται ἑξῆσ, αὐτὰ μὲν τρία ἔσται, αἱ δὲ ἅψεισ δύο. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 299:11)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 299:11)

  • ἐκ δὲ τῶν τῆσ πόλεωσ ἀγώνων καὶ ἀποστόλων εἰσ τοῦτο κατῆλθεν ὥσθ’ ὡμολόγησε δυοῖν μὲν ὁρ́οιν εἴσω μηκέτι πλευσεῖσθαι, πρὸσ μεσημβρίαν μὲν Χελιδονέασ, πρὸσ δὲ ἄρκτον Κυανέασ θέμενοσ, θαλάττησ δ’ ἀφέξειν ἴσον πανταχῆ σταδίουσ πεντακοσίουσ· (Aristides, Aelius, Orationes, 63:10)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 63:10)

  • σκέψαι δὴ αὐτὸν μὴ μόνον ὡσ τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν ἐφύλαξεν, ἀλλὰ καὶ ἐκ δυοῖν τοῖν ἐσχάτοιν ὁρ́οιν, ὅπωσ τοῖσ τε Ἕλλησι προσηνέχθη καὶ ὅπωσ τοῖσ βαρβάροισ· (Aristides, Aelius, Orationes, 40:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 40:1)

  • τὴν δὲ πόλιν ἱδρυμένην ἐφ’ ὕψουσ δεικνύουσι μεταξὺ δυεῖν ὀροῖν, Ὄσσησ καὶ Ὀλύμπου, ὁμωνύμων τοῖσ ἐν Θετταλίᾳ. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 3 62:10)

    (스트라본, 지리학, Book 8, chapter 3 62:10)

  • ἐξελόντασ δὲ τὴν Χαναναίων γῆν καὶ πᾶσαν διαφθείραντασ τὴν ἐν αὐτῇ πληθὺν καθὰ πρέπει, τὸν βωμόν τε ἀναστῆσαι πρὸσ ἥλιον ἀνίσχοντα τετραμμένον οὐ πόρρω τῆσ Σικιμίων πόλεωσ ἐμπεριάγειν μεταξὺ δυοῖν ὀροῖν, Γριζαίου μὲν τοῦ ἐκ δεξιῶν κειμένου, τοῦ δ’ ἐκ λαιῶν Βουλῆ προσαγορευομένου, μερισθεῖσαν δὲ τὴν στρατιὰν καθ’ ἓξ φυλὰσ ἐπὶ τοῖν δυοῖν ὀροῖν ἀναστῆναι καὶ σὺν αὐτοῖσ Λευίτασ τε καὶ ἱερέασ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 4 396:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 4 396:1)

유의어

  1. 언덕

  2. 산맥

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION