οἶκος
2군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
οἶκος
οἴκου
형태분석:
οἰκ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 집, 거주지
- 방
- 홀, 회관
- house or dwelling place
- room, chamber
- meeting house, hall; monument
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πλατύναι ὁ Θεὸσ τῷ Ἰάφεθ, καὶ κατοικησάτω ἐν τοῖσ οἴκοισ τοῦ Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν παῖσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 9:27)
(70인역 성경, 창세기 9:27)
- καὶ ἔσται τὰ γεννήματα αὐτῆσ καὶ δώσετε τὸ πέμπτον μέροσ τῷ Φαραώ, τὰ δὲ τέσσαρα μέρη ἔσται ὑμῖν αὐτοῖσ εἰσ σπέρμα τῇ γῇ καὶ εἰσ βρῶσιν ὑμῖν καὶ πᾶσι τοῖσ ἐν τοῖσ οἴκοισ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Genesis 47:24)
(70인역 성경, 창세기 47:24)
- καὶ λήψονται ἀπὸ τοῦ αἵματοσ καὶ θήσουσιν ἐπὶ τῶν δύο σταθμῶν καὶ ἐπὶ τὴν φλιὰν ἐν τοῖσ οἴκοισ, ἐν οἷσ ἐὰν φάγωσιν αὐτὰ ἐν αὐτοῖσ, (Septuagint, Liber Exodus 12:7)
(70인역 성경, 탈출기 12:7)
- ΕΑΝ δὲ ἀφανίσῃ Κύριοσ ὁ Θεόσ σου τὰ ἔθνη, ἃ ὁ Θεὸσ δίδωσί σοι τὴν γῆν αὐτῶν, καὶ κατακληρονομήσητε αὐτοὺσ καὶ κατοικήσετε ἐν ταῖσ πόλεσιν αὐτῶν καὶ ἐν τοῖσ οἴκοισ αὐτῶν, (Septuagint, Liber Deuteronomii 19:1)
(70인역 성경, 신명기 19:1)
- καὶ ἦσαν φοβούμενοι τὸν Κύριον καὶ κατῴκισαν τὰ βδελύγματα αὐτῶν ἐν τοῖσ οἴκοισ τῶν ὑψηλῶν, ἃ ἐποίησαν ἐν Σαμαρείᾳ, ἔθνοσ ἔθνοσ ἐν πόλει, ἐν ᾗ κατῴκουν ἐν αὐτῇ. καὶ ἦσαν φοβούμενοι τὸν Κύριον καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖσ ἱερεῖσ τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐποίησαν ἐν οἴκῳ τῶν ὑψηλῶν. (Septuagint, Liber II Regum 17:32)
(70인역 성경, 열왕기 하권 17:32)
유의어
-
집
- αὐλή (집, 거주지, 거처)
- στέγη (집, 거주지, 거처)
- δόμος (집, 거주지, 거처)
- χῶρος (집, 거주지)
- διαιτητήριον (the dwelling rooms of a house)
- εἰσοίκησις (집, 택, 댁)
- οἰκίᾱ (집, 거주지, 거처)
- οἰκητήριον (거주, 서식지, 거주지)
- κατοικητήριον (거처, 건물, 주소)
- σκήνημα (둥지, 요람, 보금자리)
- κατοικίᾱ (거주, 거주지, 주거지)
- τέρεμνον (집, 거처, 거주지)
-
방
- οἴκημα (방, 칸, 둥근 천장)
- θύρωματα (방, 약실, 칸)
- στέγη (방, 칸, 둥근 천장)
- μέγαρον (홀, 회관, 기둥으로 받쳐진 지붕이 있는 현관)
- οἰκίδιον (방, 약실)
- παστάς (안방)
- δίαιτα (방, 공간)
-
홀