- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἴκημα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: oikēma 고전 발음: [께:마] 신약 발음: [위께마]

기본형: οἴκημα οἰκήματος

형태분석: οἰκηματ (어간)

어원: οἰκέω

  1. 집, 건물, 건축물, 택
  2. 방, 칸, 둥근 천장
  1. dwelling-place, home, building
  2. c. 150, Pausanias, Description of Greece:
  3. room, chamber

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 οἴκημα

집이

οἰκήματε

집들이

οἰκήματα

집들이

속격 οἰκήματος

집의

οἰκημάτοιν

집들의

οἰκημάτων

집들의

여격 οἰκήματι

집에게

οἰκημάτοιν

집들에게

οἰκήμασι(ν)

집들에게

대격 οἴκημα

집을

οἰκήματε

집들을

οἰκήματα

집들을

호격 οἴκημα

집아

οἰκήματε

집들아

οἰκήματα

집들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἀγὼ πρὶν ἢ γεύσασθαί με, ἀναπηδήσας ἀνειλόμην αὐτὸν εἴς τι οἴκημα, ἕως οὗ ἔδυ ὁ ἥλιος. (Septuagint, Liber Thobis 2:4)

    (70인역 성경, 토빗기 2:4)

  • καὶ ποιήσας αὐτῷ αὐτοῦ ἄξιον οἴκημα, ἐν τοίχῳ ἔθηκεν αὐτὸ ἀσφαλισάμενος σιδήρῳ. (Septuagint, Liber Sapientiae 13:15)

    (70인역 성경, 지혜서 13:15)

  • καὶ ᾠκοδόμησας σεαυτῇ οἴκημα πορνικὸν καὶ ἐποίησας σεαυτῇ ἔκθεμα ἐν πάσῃ πλατείᾳ (Septuagint, Prophetia Ezechielis 16:24)

    (70인역 성경, 에제키엘서 16:24)

  • οἱ δὲ ἔτι γελοιότερον μεταστειλαμένους τινὰς τῶν ἐξ οἰκήματος γυναικῶν κελεύειν αὐτὸν συνεῖναι καὶ ὀπυίειν, καί τινα τῶν δικαστῶν τὸν πρεσβύτατόν τε καὶ πιστότατον ἐφεστῶτα ὁρᾶν εἰ φιλοσοφεῖ. (Lucian, Eunuchus, (no name) 12:2)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 12:2)

  • πυλὼν μὲν ὑψηλὸς ἀναβάσεις πλατείας ἔχων, ὑπτίας μᾶλλον ἢ ὀρθίας πρὸς τὴν τῶν ἀνιόντων εὐμάρειαν εἰσιόντα δὲ τοῦτον ἐκδέχεται κοινὸς οἶκος εὐμεγέθης, ἱκανὴν ἔχων ὑπηρέταις καὶ ἀκολούθοις διατριβήν, ἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ ἐς τρυφὴν παρεσκευασμένα οἰκήματα βαλανείῳ δ οὖν καὶ ταῦτα πρεπωδέστατα, χαρίεσσαι καὶ φωτὶ πολλῷ καταλαμπόμεναι ὑποχωρήσεις. (Lucian, (no name) 5:1)

    (루키아노스, (no name) 5:1)

  • Καρίων ὁ ἐμὸς οἰκέτης ἐπεὶ τάχιστά με ἀποθανόντα εἶδε, περὶ δείλην ὀψίαν ἀνελθὼν εἰς τὸ οἴκημα ἔνθα ἐκείμην, σχολῆς οὔσης - οὐδεὶς γὰρ οὐδὲ ἐφύλαττέ με - Γλυκέριον τὴν παλλάκιδα μου - καὶ πάλαι δέ, οἶμαι, κεκοινωνήκεσαν - παραγαγὼν ἐπισπασάμενος τὴν θύραν ἐσπόδει καθάπερ οὐδενὸς ἔνδον παρόντος: (Lucian, Cataplus, (no name) 12:3)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 12:3)

  • καὶ Ἀριστόδημος ὁ Ἀργεῖος εἰς ὑπερῷον οἴκημα θύραν ἔχον ἐπιρρακτήν, ἧς ἐπάνω τιθεὶς τὸ κλινίδιον ἐκάθευδε μετὰ τῆς ἑταίρας: (Plutarch, Ad principem ineruditum, chapter, section 4 11:1)

    (플루타르코스, Ad principem ineruditum, chapter, section 4 11:1)

유의어

관련어

명사

형용사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION