- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

οἰκονομία?

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration: oikonomiā

Principal Part: οἰκονομία οἰκονομίας

Structure: οἰκονομι (Stem) + α (Ending)

Etym.: from οἰκονόμος

Sense

  1. the management of a household or family, husbandry
  2. (of a state) administration, management
  3. (of a poem) arrangement

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦ δ Ὑπερειδείου ταῖς τε οἰκονομίαις ἀκριβεστέρου καὶ ταῖς κατασκευαῖς γενναιοτέρου πως ὄντος τῶν Λυσιακῶν ἐν πλείοσι μὲν ἢ τριάκοντα Δεινάρχου λόγοις παραδείγματα εὑρεῖν ἔστιν, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ ἐν τῷ περὶ τῆς Ἀγάθωνος διαμαρτυρίας. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 5 1:2)
  • ἀποδιδόμενοι γὰρ ὠνοῦνται, καὶ ἡ τοῦ ταμιείου θέσις οὐκ ἔστιν ἐν ταῖς μικροτέραις οἰκονομίαις. (Aristotle, Economics, Book 1 34:4)
  • καὶ τοῦτο ποιητέον ἐν μικραῖς οἰκονομίαις ὀλιγάκις, ἐν δ ἐπιτροπευομέναις πολλάκις. (Aristotle, Economics, Book 1 38:2)
  • δοκεῖ δὲ καὶ ἐν ταῖς μεγάλαις οἰκονομίαις χρήσιμος εἶναι θυρωρός, ὃς ἂν ᾖ ἄχρηστος τῶν ἄλλων ἔργων, πρὸς τὴν σωτηρίαν τῶν εἰσφερομένων καὶ ἐκφερομένων. (Aristotle, Economics, Book 1 43:2)
  • οἰκονομίαι δέ εἰσι τέσσαρες, ὡς ἐν τύπῳ διελέσθαι τὰς γὰρ ἄλλας εἰς τοῦτο ἐμπιπτούσας εὑρήσομεν, βασιλική σατραπική πολιτική ἰδιωτική. (Aristotle, Economics, Book 2 4:1)
  • οἰκονομία δ ἀνύει πλέον ἢ βία. (Demades, On the Twelve Years, 40:2)
  • ὁ δὲ τούτους τε καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ὑπερβαλλόμενος Δημοσθένης, ἅπαντα μιμησάμενος καὶ πάντων τὰ κάλλιστα ἐκλεξάμενος, δῆλος μὲν καὶ τῇ φωνῇ μόνον, δῆλος δὲ καὶ τῷ καθ ἕνα ἕκαστον λόγον πρέποντι, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῇ συνθέσει καὶ τῷ τῶν σχηματισμῶν ἀγκύλῳ καὶ τῇ οἰκονομίᾳ καὶ τῷ πάθει καὶ τὸ μέγιστον τῇ δεινότητι. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 6 2:1)
  • καὶ ἡ Ἀττικὴ δὲ οἰκονομία χρήσιμος: (Aristotle, Economics, Book 1 34:3)
  • καί ἐστιν ἡ τοῦ λόγου οἰκονομία μίμημα τῆς τοῦ δείπνου πολυτελείας, καὶ ἡ τῆς βίβλου διασκευὴ τῆς ἐν τῷ δείπνῳ παρασκευῆς. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1 2:3)
  • ἀρκεῖ δ ἡ τοῦ γάλακτος ἐργασία καὶ οἰκονομία τὴν πρόνοιαν αὐτῆς ἐμφῆναι καὶ ἐπιμέλειαν. (Plutarch, De amore prolis, section 3 6:2)

Synonyms

  1. the management of a household or family

  2. administration

  3. arrangement

Related

명사

형용사

동사

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION