Ancient Greek-English Dictionary Language

γυμνασιαρχία

First declension Noun; Transliteration:

Principal Part: γυμνασιαρχία

Sense

  1. the office of a gymnasiarch

Examples

  • ἴδιαι δὲ ταῖσ σχολαστικωτέραισ καὶ μᾶλλον εὐημερούσαισ πόλεσιν, ἔτι δὲ φροντιζούσαισ εὐκοσμίασ, γυναικονομία νομοφυλακία παιδονομία γυμνασιαρχία, πρὸσ δὲ τούτοισ περὶ ἀγῶνασ ἐπιμέλεια γυμνικοὺσ καὶ Διονυσιακούσ, κἂν εἴ τινασ ἑτέρασ συμβαίνει τοιαύτασ γίνεσθαι θεωρίασ. (Aristotle, Politics, Book 6 139:1)

Synonyms

  1. the office of a gymnasiarch

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION