헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νεῦρον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νεῦρον νεύρου

형태분석: νευρ (어간) + ον (어미)

  1. 힘줄, 심줄, 건
  2. 줄, 끈, 실, 노끈
  3. 힘, 숨, 장점
  4. 근, 용기
  5. 음경, 고추
  1. sinew, tendon
  2. cord, of a slingshot, bowstring
  3. strength, vigor
  4. plant fiber
  5. nerve
  6. penis

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 νεῦρον

힘줄이

νεύρω

힘줄들이

νεῦρα

힘줄들이

속격 νεύρου

힘줄의

νεύροιν

힘줄들의

νεύρων

힘줄들의

여격 νεύρῳ

힘줄에게

νεύροιν

힘줄들에게

νεύροις

힘줄들에게

대격 νεῦρον

힘줄을

νεύρω

힘줄들을

νεῦρα

힘줄들을

호격 νεῦρον

힘줄아

νεύρω

힘줄들아

νεῦρα

힘줄들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἕνεκεν τούτου οὐ μὴ φάγωσιν υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ νεῦρον, ὃ ἐνάρκησεν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ πλάτουσ τοῦ μηροῦ, ἕωσ τῆσ ἡμέρασ ταύτησ, ὅτι ἥψατο τοῦ πλάτουσ τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ τοῦ νεύρου, ὃ ἐνάρκησεν. (Septuagint, Liber Genesis 32:32)

    (70인역 성경, 창세기 32:32)

  • μόνην γὰρ εἰσ τὰ παρόντα δέομαι γιγνώσκεσθαι τὴν δι’ ὅλησ τῆσ οὐσίασ ἀλλοίωσιν, ἵνα μή τισ ὀστοῦ καὶ σαρκὸσ καὶ νεύρου καὶ τῶν ἄλλων ἑκάστου μορίων οἱονεὶ μισγάγκειάν τινα τῷ ἄρτῳ νομίσῃ περιέχεσθαι κἄπειτ’ ἐν τῷ σώματι διακρινόμενον ὡσ τὸ ὁμόφυλον ἕκαστον ἰέναι. (Galen, On the Natural Faculties., , section 227)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 227)

  • ἠβουλόμην δ’ αὖ πάλιν μοι κἀνταῦθα τὸν Ἐρασίστρατον αὐτὸν ἀποκρίνασθαι περὶ τοῦ στοιχειώδουσ ἐκείνου νεύρου τοῦ σμικροῦ, πότερον ἕν τι καὶ συνεχὲσ ἀκριβῶσ ἐστιν ἢ ἐκ πολλῶν καὶ σμικρῶν σωμάτων, ὧν Ἐπίκουροσ καὶ Λεύκιπποσ καὶ Δημόκριτοσ ὑπέθεντο, σύγ κειται. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 622)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 622)

  • ἀλλὰ τάδε μὲν ἀρχὴ πρώτη· ὑστάτη δὲ καὶ καιρίη, ψύξισ ἐμφύτου θερμοῦ· ἐπὶ ὑγρότητι ἢ ξηρότητι πάσχει ἥδε, καὶ δυσαλθὴσ τῆσ ἑτέρησ μᾶλλον· ἀτὰρ καὶ ἐπὶ τρώματι καὶ διακοπῇ νεύρου ἀναλθήσ · ἡλικίη, γέροντεσ, καὶ οἵδε δυσαλθέεσ· παιδίοισι δὲ εὐανάκλητοι· ὡρ́η, χειμὼν, ἐάρ δεύτερον, ἔπειτα μετόπωρον, θέροσ ἥκιστα· ἕξεισ, οἱ παχέεσ κατὰ φύσιν, ὑγροὶ, ἀργοὶ, ζωώδεεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 127)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 127)

  • τὸ δ’ ἐν τῇ περὶ τοὺσ δακτύλουσ καταπλοκῇ τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματοσ ὀστοῦ τε, συμμειχθὲν ἐκ τριῶν, ἀποξηρανθὲν ἓν κοινὸν συμπάντων σκληρὸν γέγονεν δέρμα, τοῖσ μὲν συναιτίοισ τούτοισ δημιουργηθέν, τῇ δὲ αἰτιωτάτῃ διανοίᾳ τῶν ἔπειτα ἐσομένων ἕνεκα εἰργασμένον. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 385:1)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 385:1)

  • Μῦεσ στερεώτεροι δυσέκτηκτοι <μᾶλλον> τῶν ἄλλων, παρὲξ ὀστέου καὶ νεύρου‧ δυσμετάβλητα τὰ γεγυμνασμένα, κατὰ γένοσ αὐτὰ ἑωυτῶν ἰσχυρότερα ἐόντα, διὰ τοῦτο αὐτὰ ἑωυτῶν δυστηκτότερα. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , li.1)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , li.1)

유의어

  1. 음경

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION