헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νεῦρον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νεῦρον νεύρου

형태분석: νευρ (어간) + ον (어미)

  1. 힘줄, 심줄, 건
  2. 줄, 끈, 실, 노끈
  3. 힘, 숨, 장점
  4. 근, 용기
  5. 음경, 고추
  1. sinew, tendon
  2. cord, of a slingshot, bowstring
  3. strength, vigor
  4. plant fiber
  5. nerve
  6. penis

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 νεῦρον

힘줄이

νεύρω

힘줄들이

νεῦρα

힘줄들이

속격 νεύρου

힘줄의

νεύροιν

힘줄들의

νεύρων

힘줄들의

여격 νεύρῳ

힘줄에게

νεύροιν

힘줄들에게

νεύροις

힘줄들에게

대격 νεῦρον

힘줄을

νεύρω

힘줄들을

νεῦρα

힘줄들을

호격 νεῦρον

힘줄아

νεύρω

힘줄들아

νεῦρα

힘줄들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ συνετρίβη μετὰ κράτουσ τὰ τόξα αὐτῶν, καὶ ἐξελύθη τὰ νεῦρα βραχιόνων χειρὸσ αὐτῶν διά χεῖρα δυνάστου Ἰακώβ, ἐκεῖθεν ὁ κατισχύσασ Ἰσραήλ. παρὰ Θεοῦ τοῦ πατρόσ σου, (Septuagint, Liber Genesis 49:24)

    (70인역 성경, 창세기 49:24)

  • ἔστησεν οὐρὰν ὡσ κυπάρισσον, τὰ δὲ νεῦρα αὐτοῦ συμπέπλεκται. (Septuagint, Liber Iob 40:17)

    (70인역 성경, 욥기 40:17)

  • καὶ δώσω ἐφ’ ὑμᾶσ νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ’ ὑμᾶσ σάρκασ, καὶ ἐκτενῶ ἐφ’ ὑμᾶσ δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰσ ὑμᾶσ, καὶ ζήσεσθε. καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριοσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 37:6)

    (70인역 성경, 에제키엘서 37:6)

  • καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκεσ ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ’ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω, καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐπ’ αὐτοῖσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 37:8)

    (70인역 성경, 에제키엘서 37:8)

  • νῦν δ’ ἐξωστράκισται μὲν πᾶν τὸ χρήσιμον ἐκ τῶν πραγμάτων, ἐξῄρηται δὲ τὰ νεῦρα τῶν πόλεων, εἰσ ἄνεσιν δὲ καὶ τρυφὴν νενεύκασιν οἱ βίοι, τὰ δὲ τῆσ ὁμονοίασ οὐκέτι μένει, νόθαι δὲ γεγόνασιν αἱ τῶν φίλων ἐλπίδεσ. (Demades, On the Twelve Years, 53:2)

    (데마데스, On the Twelve Years, 53:2)

  • νυκτί δέ μου τὰ ὀστᾶ συγκέχυται, τὰ δὲ νεῦρά μου διαλέλυται. (Septuagint, Liber Iob 30:17)

    (70인역 성경, 욥기 30:17)

유의어

  1. 음경

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION