Ancient Greek-English Dictionary Language

νεαρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νεαρός

Structure: νεαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poetic for ne/os

Sense

  1. young, youthful
  2. (of things) new, fresh
  3. (of events) new, recent
  4. (feminine plural substantive) the novellae in the Code of Justinian

Examples

  • Διοκλῆσ ἐν πρώτῳ τῶν πρὸσ Πλείσταρχον Ὑγιεινῶν τῶν μὲν νεαρῶν φησιν ἰχθύων ξηροτέρουσ εἶναι τὰσ σάρκασ σκορπίουσ, κόκκυγασ, ψήττασ, σαργούσ, τραχούρουσ, τὰσ δὲ τρίγλασ ἧττον τούτων ξηροσάρκουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1152)
  • ὦ Ζεῦ βασιλεῦ καὶ νὺξ φιλία μεγάλων κόσμων κτεάτειρα, ἥτ’ ἐπὶ Τροίασ πύργοισ ἔβαλεσ στεγανὸν δίκτυον, ὡσ μήτε μέγαν μήτ’ οὖν νεαρῶν τιν’ ὑπερτελέσαι μέγα δουλείασ γάγγαμον, ἄτησ παναλώτου. (Aeschylus, Agamemnon, episode, anapests1)
  • αἱ δ’ ἀναρίθμητοι νεαρῶν σωρηδὸν ἀοιδῶν μυριάδεσ λήθῃ, ξεῖνε, μαραινόμεθα. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 713 1:1)
  • πολλαὶ γὰρ προσβολαὶ καὶ καθ’ ὅλην τὴν πόλιν ἐγίνοντο ὑπὸ τῶν Οὐολούσκων ἐκ διαδοχῆσ ὑποχωρούντων μὲν αἰεὶ τῶν κεκμηκότων, ἑτέρων δὲ προσιόντων νεαρῶν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 19 3:2)

Synonyms

  1. young

  2. new

  3. new

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION