νεαλής
Third declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
νεαλής
νεαλές
Structure:
νεαλη
(Stem)
+
ς
(Ending)
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπειδὰν δὲ ἄσιτόν τε καὶ ἄποτον ἡ νὺξ καταλάβῃ, λουσάμενοσ πονηρῶσ ἀωρὶ περὶ αὐτό που σχεδὸν τὸ μεσονύκτιον ἥκεισ ἐπὶ τὸ δεῖπνον, οὐκέθ’ ὁμοίωσ ἔντιμοσ οὐδὲ περίβλεπτοσ τοῖσ παροῦσιν, ἀλλ’ ἤν τισ ἄλλοσ ἐπεισέλθῃ νεαλέστεροσ, εἰσ τοὐπίσω σύ καὶ οὕτωσ εἰσ τὴν ἀτιμοτάτην γωνίαν ἐξωσθεὶσ κατάκεισαι μάρτυσ μόνον τῶν παραφερομένων, τὰ ὀστᾶ, εἰ ἐφίκοιτο μέχρι σοῦ, καθάπερ οἱ κύνεσ περιεσθίων ἢ τὸ σκληρὸν τῆσ μαλάχησ φύλλον ᾧ τὰ ἄλλα συνειλοῦσιν, εἰ ὑπεροφθείη ὑπὸ τῶν προκατακειμένων, ἄσμενοσ ὑπὸ λιμοῦ παροψώμενοσ. (Lucian, De mercede, (no name) 26:1)
- νεαλὴσ δὲ καὶ πρόσφατοσ ὢν ἐκεῖνοσ περιῆν αὐτοῦ τεταριχευμένου καὶ πολὺν χρόνον ἐμπεπτωκότοσ. (Demosthenes, Speeches 21-30, 73:1)
- "γίγνεται γὰρ φίλτρα ταῦτα τῇ ὀρέξει πρὸσ τἄλλα ὄψα, καὶ δελεασθεῖσα διὰ τούτων ἐπ’ ἐκεῖνα πρόσεισι νεαλὴσ καὶ πρόθυμοσ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, 12:12)
- τὸν δὲ Ἕκτορα ἐν τούτῳ παραφυλάττειν, ἐμπειρότατον ὄντα καιρὸν μάχησ ξυνεῖναι, καὶ μέχρι μὲν ἤκμαζεν ὁ Ἀχιλλεὺσ καὶ νεαλὴσ ὢν ἐμάχετο, μὴ ξυμφέρεσθαι αὐτῷ, μόνον δὲ τοὺσ ἄλλουσ παρακαλεῖν· (Dio, Chrysostom, Orationes, 118:1)
- νεαλήσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5:45)
Synonyms
-
young
-
fresh
- νεότομος (fresh cut off, fresh cut)
- νέος (new, fresh)
- ποταίνιος (fresh, new)
- νεαρός ( new, fresh)
- νεόρρυτος (fresh-flowing)
- ἀρτίχριστος (fresh-spread)
- νεοπενθής (fresh-mourning)
- νεόφονος (fresh-shed)
- ἀνθηρός (blooming, fresh)
- νεοσφαγής (fresh-slain)
- ψυχεινός (cooling, cool, fresh)
- νεόκλωστος (fresh spun)
- νεόκοπτος (fresh-chiselled)
- πρόσφατος (fresh, recent)
- νεόρραντος (fresh-reeking)
- οἰνωπός (fresh, ruddy)
- πότιμος (drinkable, fresh)
- νεόπριστος (fresh-sawn)