헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μόριον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μόριον

형태분석: μορι (어간) + ον (어미)

어원: mo/ros의 지소사

  1. 몫, 부분, 조각
  2. 일원, 멤버, 회원
  3. 생식기
  1. piece, portion
  2. constituent part, member
  3. member or part of the body
  4. (chiefly in the plural) genitals
  5. 2.797f
  6. member of a council

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μόριον

몫이

μορίω

몫들이

μόρια

몫들이

속격 μορίου

몫의

μορίοιν

몫들의

μορίων

몫들의

여격 μορίῳ

몫에게

μορίοιν

몫들에게

μορίοις

몫들에게

대격 μόριον

몫을

μορίω

몫들을

μόρια

몫들을

호격 μόριον

몫아

μορίω

몫들아

μόρια

몫들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν γὰρ τούτοισ τὸ μὲν πραγματικὸν οὐδαμῇ μέμφομαι τοῦ ἀνδρόσ, τοῦ δὲ λεκτικοῦ μορίου τὸ περὶ τὴν τροπικήν τε καὶ διθυραμβικὴν φράσιν ἐκπῖπτον, ἐν οἷσ οὐ κρατεῖ τοῦ μετρίου, ἐπιτιμῶ τε οὐχ ὡσ τῶν τυχόντων τῳ ἀλλ’ ὡσ ἀνδρὶ μεγάλῳ καὶ ἐγγὺσ τῆσ θείασ ἐληλυθότι φύσεωσ, ὅτι τὸν ὄγκον τῆσ ποιητικῆσ κατασκευῆσ εἰσ λόγουσ ἤγαγε φιλοσόφουσ ζηλώσασ τοὺσ περὶ Γοργίαν, ὥσ2τε καὶ διθυράμβοισ τινὰ ποιεῖν ἐοικότα, καὶ μηδὲ ἀποκρύπτεσθαι τοῦτο τὸ ἁμάρτημα ἀλλ’ ὁμολογεῖν. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 10:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 10:1)

  • ἀλλ’ ἐγὼ οἶδ’ ὅπερ μάλιστα λυπεῖ αὐτόν, ὅτι μὴ τὰ γλίσχρα ἐκεῖνα καὶ λεπτὰ κάθημαι πρὸσ αὐτὸν σμικρολογούμενοσ, εἰ ἀθάνατοσ ἡ ψυχή, καὶ πόσασ κοτύλασ ὁ θεὸσ ὁπότε τὸν κόσμον εἰργάσατο τῆσ ἀμιγοῦσ καὶ κατὰ ταὐτὰ ἐχούσησ οὐσίασ ἐνέχεεν εἰσ τὸν κρατῆρα ἐν ᾧ τὰ πάντα ἐκεράννυτο, καὶ εἰ ἡ Ῥητορικὴ πολιτικῆσ μορίου εἴδωλον, κολακείασ τὸ τέταρτον. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:3)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:3)

  • οἱο͂ν εἰ κεῖται ὡρ́α ἐπὶ τοῦ τῆσ ἡμέρασ μορίου, εἰ ὁ μέθυσοσ ἐπὶ ἀνδρόσ, εἰ ἡ μήτρα κεῖται ἐπὶ τοῦ ἐδωδίμου βρώματοσ, εἰ σύαγροσ κεῖται τὸ σύνθετον ἐπὶ τοῦ συόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 2 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 2 2:2)

  • εἰδέναι δὲ ὅστισ ὁ τἀληθῆ λέγων ἐστίν, ὁρ́α μὴ οὐχὶ μορίου ἐστὶν ἡμέρασ, ἀλλὰ πολλῶν ἡμερῶν δέηται. (Lucian, 114:2)

    (루키아노스, 114:2)

  • ἥδ’ ἡ περιοχὴ ὤφελε μὲν κατεσκευάσθαι μὴ τοῦτον ὑπ’ αὐτοῦ τὸν τρόπον, ἀλλὰ κοινότερον μᾶλλον καὶ ὠφελιμώτερον, τοῦ τελευταίου μορίου τῷ πρώτῳ προστεθέντοσ, τῶν δὲ διὰ μέσου τὴν μετὰ ταῦτα χώραν λαβόντων. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 25 3:2)

    (디오니시오스, , chapter 25 3:2)

유의어

  1. 일원

  2. member or part of the body

  3. 생식기

  4. member of a council

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION