μόριον?
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: morion
고전 발음: [모리온]
신약 발음: [모리온]
기본형:
μόριον
형태분석:
μορι
(어간)
+
ον
(어미)
어원: μόρος의 지소사
뜻
- 몫, 부분, 조각
- 일원, 멤버, 회원
- 생식기
- piece, portion
- constituent part, member
- member or part of the body
- (chiefly in the plural) genitals
- 2.797f
- member of a council
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀπορρήτων ἐφάπτεσθαι τοῖς ὀνόμασι καὶ τοῖς ῥήμασιν, ἀλλ ἀποκειμένων καὶ κεκρυμμένων ἐπινοεῖν τὴν πρὸς τὸ γεννᾶν καὶ λοχεύεσθαι τῶν μορίων ἐκείνων εὐφυϊάν. (Plutarch, De amore prolis, section 3 6:1)
(플루타르코스, De amore prolis, section 3 6:1)
- τὰ δὲ περὶ τὴν γένεσιν ἀξίως οὐκ ἔστιν εἰπεῖν οὐδ εὐπρεπὲς ἴσως λίαν ἀκριβῶς τῶν ἀπορρήτων ἐμφύεσθαι τοῖς ὀνόμασι καὶ τοῖς ῥήμασιν, ἀλλ ἀποκειμένων καὶ κεκρυμμένων ἐπινοεῖν τὴν πρὸς τὸ γεννᾶν καὶ λοχεύεσθαι τῶν μορίων ἐκείνων εὐφυϊάν. (Plutarch, De amore prolis, section 3 1:4)
(플루타르코스, De amore prolis, section 3 1:4)
- "Ἀριστοτέλης δὲ ἐν ε περὶ ζῴων μορίων φησὶν οἱ κοχλίαι φαίνονται κύοντες ἐν τῷ μετοπώρῳ καὶ τοῦ ἐάρος: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52156)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52156)
- ὅτι μὲν οὖν ἅπασα λέξις εἰς δύο μέρη διαιρεῖται τὰ πρῶτα, εἴς τε τὴν ἐκλογὴν τῶν ὀνομάτων, ὑφ ὧν δηλοῦται τὰ πράγματα, καὶ εἰς τὴν σύνθεσιν τῶν ἐλαττόνων τε καὶ μειζόνων μορίων, καὶ ὅτι τούτων αὖθις ἑκάτερον εἰς ἕτερα μόρια διαιρεῖται, ἡ μὲν ἐκλογὴ τῶν στοιχειωδῶν μορίων ὀνοματικῶν λέγω καὶ ῥηματικῶν καὶ συνδετικῶν εἴς τε τὴν κυρίαν φράσιν καὶ εἰς τὴν τροπικήν, ἡ δὲ σύνθεσις εἴς τε τὰ κόμματα καὶ τὰ κῶλα καὶ τὰς περιόδους, καὶ ὅτι τούτοις ἀμφοτέροις συμβέβηκε λέγω δὴ τοῖς τε ἁπλοῖς καὶ ἀτόμοις ὀνόμασι καὶ τοῖς ἐκ τούτων συνθέτοις τὰ καλούμενα σχήματα, καὶ ὅτι τῶν καλουμένων ἀρετῶν αἳ μέν εἰσιν ἀναγκαῖαι καὶ ἐν ἅπασιν ὀφείλουσι παρεῖναι τοῖς λόγοις, αἳ δ ἐπίθετοι καὶ ὅταν ὑποστῶσιν αἱ πρῶται, τότε τὴν ἑαυτῶν ἰσχὺν λαμβάνουσιν, εἴρηται πολλοῖς πρότερον. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 221)
(디오니시오스, , chapter 221)
유의어
-
몫
-
일원
-
member or part of the body
-
생식기
- πεδίον (female genitals)
- πυρός (genitive singular of πῦρ )
-
member of a council