- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκκλησιαστής?

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: ekklēsiastēs 고전 발음: [레:시아떼:] 신약 발음: [레시아]

기본형: ἐκκλησιαστής ἐκκλησιαστοῦ

형태분석: ἐκκλησιαστ (어간) + ης (어미)

어원: from ἐκκλησία

  1. a member of the

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ρήματα ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαβὶδ βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 1:1)

    (70인역 성경, 코헬렛 1:1)

  • Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 1:2)

    (70인역 성경, 코헬렛 1:2)

  • Ἐγὼ ἐκκλησιαστὴς ἐγενόμην βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 1:12)

    (70인역 성경, 코헬렛 1:12)

  • ἰδὲ τοῦτο εὗρον, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, μία τῇ μιᾷ τοῦ εὑρεῖν λογισμόν, (Septuagint, Liber Ecclesiastes 7:27)

    (70인역 성경, 코헬렛 7:27)

  • ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, τὰ πάντα ματαιότης. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 12:8)

    (70인역 성경, 코헬렛 12:8)

  • Καὶ περισσὸν ὅτι ἐγένετο ἐκκλησιαστὴς σοφός, ὅτι ἐδίδαξε γνῶσιν σὺν τὸν λαόν, καὶ οὖς ἐξιχνιάσεται κόσμιον παραβολῶν. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 12:9)

    (70인역 성경, 코헬렛 12:9)

유의어

  1. a member of the

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION