헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκκλησιαστής

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκκλησιαστής ἐκκλησιαστοῦ

형태분석: ἐκκλησιαστ (어간) + ης (어미)

어원: from e)kklhsi/a

  1. a member of the

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διατρίβοντοσ γάρ μου παρ’ αὐτοῖσ προὔθεσαν οἱ πρυτάνεισ ἐκκλησίαν περὶ τῶν κοινῇ συμφερόντων ἰδὼν οὖν πολλοὺσ συνθέοντασ ἀναμίξασ ἐμαυτὸν τοῖσ νεκροῖσ εὐθὺσ εἷσ καὶ αὐτὸσ ἦν τῶν ἐκκλησιαστῶν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 19:4)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 19:4)

  • ἡ μὲν γὰρ τῶν ἐπῳδῶν ἔχεών τε καὶ φαλαγγίων καὶ σκορπίων καὶ τῶν ἄλλων θηρίων τε καὶ νόσων κήλησίσ ἐστιν, ἡ δὲ δικαστῶν τε καὶ ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησίσ τε καὶ παραμυθία τυγχάνει οὖσα· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 209:1)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 209:1)

  • οὔκουν οὐδὲ ἐκείνοισ ἀξύμφοροσ ἡ τοιαύτη δίαιτα ἐγένετο, οὐδὲ ἀγεννεῖσ ἤνεγκε φύσεισ πολιτῶν, ἀλλὰ τῷ παντὶ βελτίουσ καὶ σωφρονεστέρουσ τῶν ἐν ἄστει τρεφομένων ὕστερον ἐκκλησιαστῶν καὶ δικαστῶν καὶ γραμματέων, ἀργῶν ἅμα καὶ βαναύσων. (Dio, Chrysostom, Orationes, 130:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 130:1)

유의어

  1. a member of the

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION