헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μοναρχία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μοναρχία μοναρχίας

형태분석: μοναρχι (어간) + α (어미)

어원: from monarxe/w

  1. 군주제, 군주국
  1. monarchy

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μοναρχία

군주제가

μοναρχίᾱ

군주제들이

μοναρχίαι

군주제들이

속격 μοναρχίᾱς

군주제의

μοναρχίαιν

군주제들의

μοναρχιῶν

군주제들의

여격 μοναρχίᾱͅ

군주제에게

μοναρχίαιν

군주제들에게

μοναρχίαις

군주제들에게

대격 μοναρχίαν

군주제를

μοναρχίᾱ

군주제들을

μοναρχίᾱς

군주제들을

호격 μοναρχία

군주제야

μοναρχίᾱ

군주제들아

μοναρχίαι

군주제들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄμφω γὰρ μοναρχίαι, διαφέρουσι δὲ πλεῖστον· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 101:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 8 101:1)

  • οὐ γίγνονται δ’ ἔτι βασιλεῖαι νῦν, ἀλλ’ ἄν περ γίγνωνται, μοναρχίαι, τυραννίδεσ μᾶλλον, διὰ τὸ τὴν βασιλείαν ἑκούσιον μὲν ἀρχὴν εἶναι, μειζόνων δὲ κυρίαν, πολλοὺσ δ’ εἶναι τοὺσ ὁμοίουσ, καὶ μηδένα διαφέροντα τοσοῦτον ὥστε ἀπαρτίζειν πρὸσ τὸ μέγεθοσ καὶ τὸ ἀξίωμα τῆσ ἀρχῆσ. (Aristotle, Politics, Book 5 267:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 5 267:1)

  • φθείρονται μὲν οὖν αἱ μοναρχίαι διὰ ταύτασ καὶ τοιαύτασ ἑτέρασ αἰτίασ. (Aristotle, Politics, Book 5 270:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 5 270:1)

  • ἔννοιά ποθ’ ἡμῖν ἐγένετο ὅσαι δημοκρατίαι κατελύθησαν ὑπὸ τῶν ἄλλωσ πωσ βουλομένων πολιτεύεσθαι μᾶλλον ἢ ἐν δημοκρατίᾳ, ὅσαι τ’ αὖ μοναρχίαι, ὅσαι τε ὀλιγαρχίαι ἀνῄρηνται ἤδη ὑπὸ δήμων, καὶ ὅσοι τυραννεῖν ἐπιχειρήσαντεσ οἱ μὲν αὐτῶν καὶ ταχὺ πάμπαν κατελύθησαν, οἱ δὲ κἂν ὁποσονοῦν χρόνον ἄρχοντεσ διαγένωνται, θαυμάζονται ὡσ σοφοί τε καὶ εὐτυχεῖσ ἄνδρεσ γεγενημένοι. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 2:1)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 1 2:1)

유의어

  1. 군주제

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION