헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μόλιβος

; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μόλιβος μόλιβου

어원: older form of mo/lubdos

  1. 이끌다, 납
  1. lead

예문

  • ἀπέστειλασ τὸ πνεῦμά σου, ἐκάλυψεν αὐτοὺσ θάλασσα. ἔδυσαν ὡσεὶ μόλιβοσ ἐν ὕδατι σφοδρῷ. (Septuagint, Liber Exodus 15:10)

    (70인역 성경, 탈출기 15:10)

  • καθὼσ εἰσδέχεται ἄργυροσ καὶ χαλκὸσ καὶ σίδηροσ καὶ κασσίτεροσ καὶ μόλιβοσ εἰσ μέσον καμίνου τοῦ ἐκφυσῆσαι εἰσ αὐτὸ πῦρ τοῦ χωνευθῆναι, οὕτωσ εἰσδέξομαι ἐν ὀργῇ μου καὶ συνάξω καὶ χωνεύσω ὑμᾶς (Septuagint, Prophetia Ezechielis 22:20)

    (70인역 성경, 에제키엘서 22:20)

  • ἁ μόλιβοσ κατέχει με καὶ ἁ λίθοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7241)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7241)

  • αὔλακασ ἰθυπόρων γραφίδων κύκλοισι χαράσσων ἄνθεμά σοι τροχόεισ οὗτοσ ἐμὸσ μόλιβοσ, καὶ μολίβῳ χρωστῆρι κανὼν τύπον ὀρθὸν ὀπάζων, καὶ λίθοσ εὐσχιδέων θηγαλέη καλάμων, σὺν καλάμοισ ἄγγοσ τε μελανδόκον, οἷσι φυλάσσει αἰὼν ἐσσομένοισ γῆρυν ἀποιχομένων. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 681)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 681)

  • οὐδ’ ἔτορε ζωστῆρα παναίολον, ἀλλὰ πολὺ πρὶν ἀργύρῳ ἀντομένη μόλιβοσ ὣσ ἐτράπετ’ αἰχμή. (Homer, Iliad, Book 11 20:8)

    (호메로스, 일리아스, Book 11 20:8)

유의어

  1. 이끌다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION