헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δημαγωγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δημαγωγέω

형태분석: δημαγωγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from dhmagwgo/s

  1. to lead the people
  2. to win by popular arts

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δημαγώγω

δημαγώγεις

δημαγώγει

쌍수 δημαγώγειτον

δημαγώγειτον

복수 δημαγώγουμεν

δημαγώγειτε

δημαγώγουσιν*

접속법단수 δημαγώγω

δημαγώγῃς

δημαγώγῃ

쌍수 δημαγώγητον

δημαγώγητον

복수 δημαγώγωμεν

δημαγώγητε

δημαγώγωσιν*

기원법단수 δημαγώγοιμι

δημαγώγοις

δημαγώγοι

쌍수 δημαγώγοιτον

δημαγωγοίτην

복수 δημαγώγοιμεν

δημαγώγοιτε

δημαγώγοιεν

명령법단수 δημαγῶγει

δημαγωγεῖτω

쌍수 δημαγώγειτον

δημαγωγεῖτων

복수 δημαγώγειτε

δημαγωγοῦντων, δημαγωγεῖτωσαν

부정사 δημαγώγειν

분사 남성여성중성
δημαγωγων

δημαγωγουντος

δημαγωγουσα

δημαγωγουσης

δημαγωγουν

δημαγωγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δημαγώγουμαι

δημαγώγει, δημαγώγῃ

δημαγώγειται

쌍수 δημαγώγεισθον

δημαγώγεισθον

복수 δημαγωγοῦμεθα

δημαγώγεισθε

δημαγώγουνται

접속법단수 δημαγώγωμαι

δημαγώγῃ

δημαγώγηται

쌍수 δημαγώγησθον

δημαγώγησθον

복수 δημαγωγώμεθα

δημαγώγησθε

δημαγώγωνται

기원법단수 δημαγωγοίμην

δημαγώγοιο

δημαγώγοιτο

쌍수 δημαγώγοισθον

δημαγωγοίσθην

복수 δημαγωγοίμεθα

δημαγώγοισθε

δημαγώγοιντο

명령법단수 δημαγώγου

δημαγωγεῖσθω

쌍수 δημαγώγεισθον

δημαγωγεῖσθων

복수 δημαγώγεισθε

δημαγωγεῖσθων, δημαγωγεῖσθωσαν

부정사 δημαγώγεισθαι

분사 남성여성중성
δημαγωγουμενος

δημαγωγουμενου

δημαγωγουμενη

δημαγωγουμενης

δημαγωγουμενον

δημαγωγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to lead the people

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION