ἀντιπαρεξάγω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: antiparexagō
고전 발음: [안띠빠렉사고:]
신약 발음: [안띠빠랙사고]
기본형:
ἀντιπαρεξάγω
형태분석:
ἀντιπαρεξάγ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to lead on against
- to march against
- to march parallel with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὸ δ ἕτερον κέρας, ὡς μὴ κυκλωθείη, τῶν ἡγεμόνων ἀντιπαρεξαγόντων, πλήθει δὲ λειπομένων, διεσπᾶτο μέσον καὶ γιγνόμενον ἀσθενὲς οὐκ ἀντεῖχε τοῖς ἐναντίοις, ἀλλ ἔφυγε πρῶτον, οἱ δὲ τοῦτο διακόψαντες εὐθὺς ἐκυκλοῦντο τὸν Βροῦτον, αὑτὸν μὲν ὅσα καὶ στρατηγικῆς καὶ στρατιωτικῆς ἀρετῆς ἔργα καὶ χειρὶ καὶ γνώμῃ παρὰ τὰ δεινὰ πρὸς τὸ νικᾶν ἀποδεικνύμενον, ᾧ δὲ πλέον ἔσχε τῇ προτέρᾳ μάχῃ, τούτῳ βλαπτόμενον. (Plutarch, Brutus, chapter 49 3:3)
(플루타르코스, Brutus, chapter 49 3:3)
- καίτοι καὶ τοῦτο μέγα πρὸς εὐθυμίαν ἐστί, τὸ μάλιστα μὲν αὑτὸν ἐπισκοπεῖν καὶ τὰ καθ αὑτόν, εἰ δὲ μή, τοὺς ὑποδεεστέρους ἀποθεωρεῖν καὶ μή, καθάπερ οἱ πολλοί, πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἀντιπαρεξάγειν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 101)
(플루타르코스, De tranquilitate animi, section 101)
- καίτοι καὶ τοῦτο μέγα πρὸς εὐθυμίαν ἐστί, τὸ μάλιστα μὲν αὑτὸν ἐπισκοπεῖν καὶ τὰ καθ αὑτόν, εἰ δὲ μή, τοὺς ὑποδεεστέρους ἀποθεωρεῖν καὶ μή, καθάπερ οἱ πολλοί, πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἀντιπαρεξάγουσιν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 101)
(플루타르코스, De tranquilitate animi, section 101)
- καὶ τῇ Κλέωνος εὐχερείᾳ καὶ βωμολοχίᾳ πρὸς ἡδονὴν μεταχειριζομένῃ τοὺς Ἀθηναίους διὰ τῶν ὁμοίων ἀντιπαρεξάγειν ἀπίθανος ὤν, χορηγίαις ἀνελάμβανε καὶ γυμνασιαρχίαις ἑτέραις τε τοιαύταις φιλοτιμίαις τὸν δῆμον, ὑπερβαλλόμενος πολυτελείᾳ καὶ χάριτι τοὺς πρὸ ἑαυτοῦ καὶ καθ ἑαυτὸν ἅπαντας. (Plutarch, , chapter 3 2:1)
(플루타르코스, , chapter 3 2:1)
유의어
-
to lead on against
- ἐπεξάγω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)
- ἐπάγω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)
- συνεπάγω (to lead together against)
- ἐπελαύνω (to ride or lead against)
- ἀντεπάγω (to lead against, to advance against)
- ἀντανάγω (두다, 놓다, 놓이다)
- ἄγω (이끌다, 안내하다)
- ἡγοῦμαι (안으로 이끌다, 들이다)
- ἐνάγω (to lead in or on)
- ἐμβιβάζω (이끌다, 안내하다)
- ἀναφέρω (to lead up)
- ἀντιπρόσειμι (to go against)
- ἐπέξειμι (to go out against)
- ἀντεπεξάγω (to go out against)
- ἐπιχωρέω (to go against)
- ἀντεξέρχομαι (to go out against)
-
to march against
-
to march parallel with