- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μόλυβδος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: molybdos 고전 발음: [몰뤼] 신약 발음: [몰뤼]

기본형: μόλυβδος μολύβδου

형태분석: μολυβδ (어간) + ος (어미)

어원: = μόλιβος

  1. lead (the metal)
  2. graphite

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μόλυβδος

납이

μολύβδω

납들이

μόλυβδοι

납들이

속격 μολύβδου

납의

μολύβδοιν

납들의

μολύβδων

납들의

여격 μολύβδῳ

납에게

μολύβδοιν

납들에게

μολύβδοις

납들에게

대격 μόλυβδον

납을

μολύβδω

납들을

μολύβδους

납들을

호격 μόλυβδε

납아

μολύβδω

납들아

μόλυβδοι

납들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὑπὲρ μόλυβδον τί βαρυνθήσεται; καὶ τί αὐτῷ ὄνομα ἀλλ᾿ ἢ μωρός; (Septuagint, Liber Sirach 22:12)

    (70인역 성경, Liber Sirach 22:12)

  • ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐπικεκλημένου Θεοῦ Ἰσραήλ, συνήγαγες ὡς κασσίτερον τὸ χρυσίον καὶ ὡς μόλυβδον ἐπλήθυνας ἀργύριον. (Septuagint, Liber Sirach 47:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 47:18)

  • ἐξέλιπε φυσητὴρ ἀπὸ πυρός, ἐξέλιπε μόλυβδος. εἰς κενὸν ἀργυροκόπος ἀργυροκοπεῖ, πονηρία αὐτῶν οὐκ ἐτάκη. (Septuagint, Liber Ieremiae 6:29)

    (70인역 성경, 예레미야서 6:29)

  • εὑρήσεις γὰρ τὸ τῶν μουσικῶν δὴ τοῦτο, δὶς διὰ πασῶν τὸ πρᾶγμα, καὶ τοσοῦτον ἐοικότας ἀλλήλοις τοὺς βίους, ὅσον μόλυβδος ἀργύρῳ καὶ χαλκὸς χρυσῷ καὶ ἀνεμώνη ῥόδῳ καὶ ἀνθρώπῳ πίθηκος: (Lucian, Apologia 26:1)

    (루키아노스, Apologia 26:1)

  • πλὴν ἀλλὰ ἐκ τῆς γῆς καὶ οὗτος ὥσπερ ὁ μόλυβδος καὶ τὰ ἄλλα. (Lucian, Contemplantes, (no name) 11:11)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 11:11)

  • ἡμεῖς δὲ αὐτοὶ μὲν οὐδὲ μόλυβδος ἄν εἰκότως δοκοίημεν, ἀλλ᾿ εἴ τι καὶ τούτου ἀτιμότερον, ἡ τροφὴ δὲ μετὰ πόνων τοῖς πλείστοις, ἡ πενία δὲ καὶ ἀπορία καὶ ἀμηχανία καὶ τὸ οἴμοι καὶ τὸ πόθεν ἄν μοι γένοιτο καὶ ὢ τῆς τύχης πολλὰ τοιαῦτα παρὰ γοῦν ἡμῖν τοῖς πένησι. (Lucian, Saturnalia, letter 1 2:3)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 1 2:3)

  • ηὑρίσκετο δὲ καὶ νεῦρα πολλὰ ἐν ταῖς κώμαις καὶ μόλυβδος, ὥστε χρῆσθαι εἰς τὰς σφενδόνας. (Xenophon, Anabasis, , chapter 4 19:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 4 19:3)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION