- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μισθωτός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: misthōtos 고전 발음: [토:또] 신약 발음: [토또]

기본형: μισθωτός μισθωτή μισθωτόν

형태분석: μισθωτ (어간) + ος (어미)

어원: from μισθόω

  1. hired
  2. an hireling, hired servant, mercenaries

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μισθωτός

(이)가

μισθωτή

(이)가

μισθωτόν

(것)가

속격 μισθωτοῦ

(이)의

μισθωτῆς

(이)의

μισθωτοῦ

(것)의

여격 μισθωτῷ

(이)에게

μισθωτῇ

(이)에게

μισθωτῷ

(것)에게

대격 μισθωτόν

(이)를

μισθωτήν

(이)를

μισθωτόν

(것)를

호격 μισθωτέ

(이)야

μισθωτή

(이)야

μισθωτόν

(것)야

쌍수주/대/호 μισθωτώ

(이)들이

μισθωτά

(이)들이

μισθωτώ

(것)들이

속/여 μισθωτοῖν

(이)들의

μισθωταῖν

(이)들의

μισθωτοῖν

(것)들의

복수주격 μισθωτοί

(이)들이

μισθωταί

(이)들이

μισθωτά

(것)들이

속격 μισθωτῶν

(이)들의

μισθωτῶν

(이)들의

μισθωτῶν

(것)들의

여격 μισθωτοῖς

(이)들에게

μισθωταῖς

(이)들에게

μισθωτοῖς

(것)들에게

대격 μισθωτούς

(이)들을

μισθωτάς

(이)들을

μισθωτά

(것)들을

호격 μισθωτοί

(이)들아

μισθωταί

(이)들아

μισθωτά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πάροικος ἢ μισθωτὸς οὐκ ἔδεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 12:45)

    (70인역 성경, 탈출기 12:45)

  • ἐὰν δὲ ὁ κύριος ᾖ μετ᾿ αὐτοῦ, οὐκ ἀποτίσει. ἐὰν δὲ μισθωτὸς ᾖ, ἔσται αὐτῷ ἀντὶ τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 22:15)

    (70인역 성경, 탈출기 22:15)

  • οὐκ ἀδικήσεις τὸν πλησίον καὶ οὐχ ἁρπάσεις καὶ οὐ μὴ κοιμηθήσεται ὁ μισθὸς τοῦ μισθωτοῦ σου παρὰ σοὶ ἕως πρωΐ. (Septuagint, Liber Leviticus 19:13)

    (70인역 성경, 레위기 19:13)

  • καὶ πᾶς ἀλλογενὴς οὐ φάγεται ἅγια. πάροικος ἱερέως ἢ μισθωτὸς οὐ φάγεται ἅγια. (Septuagint, Liber Leviticus 22:10)

    (70인역 성경, 레위기 22:10)

  • καὶ ἔσται τὰ σάββατα τῆς γῆς βρώματά σοι. καὶ τῷ παιδί σου καὶ τῇ παιδίσκῃ σου καὶ τῷ μισθωτῷ σου καὶ τῷ παροίκῳ τῷ προσκειμένῳ πρὸς σὲ (Septuagint, Liber Leviticus 25:6)

    (70인역 성경, 레위기 25:6)

  • ὡς μισθωτὸς ἢ πάροικος ἔσται σοι, ἕως τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως ἐργᾶται παρὰ σοί, (Septuagint, Liber Leviticus 25:40)

    (70인역 성경, 레위기 25:40)

  • ὡς μισθωτὸς ἐνιαυτὸν ἐξ ἐνιαυτοῦ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ. οὐ κατατενεῖς αὐτὸν ἐν τῷ μόχθῳ ἐνώπιόν σου. (Septuagint, Liber Leviticus 25:53)

    (70인역 성경, 레위기 25:53)

유의어

  1. hired

  2. an hireling

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION