- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μισθαρνικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: mistharnikos 고전 발음: [니꼬] 신약 발음: [니꼬]

기본형: μισθαρνικός μισθαρνική μισθαρνικόν

형태분석: μισθαρνικ (어간) + ος (어미)

  1. of or for hired work, mercenary

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μισθαρνικός

(이)가

μισθαρνική

(이)가

μισθαρνικόν

(것)가

속격 μισθαρνικοῦ

(이)의

μισθαρνικῆς

(이)의

μισθαρνικοῦ

(것)의

여격 μισθαρνικῷ

(이)에게

μισθαρνικῇ

(이)에게

μισθαρνικῷ

(것)에게

대격 μισθαρνικόν

(이)를

μισθαρνικήν

(이)를

μισθαρνικόν

(것)를

호격 μισθαρνικέ

(이)야

μισθαρνική

(이)야

μισθαρνικόν

(것)야

쌍수주/대/호 μισθαρνικώ

(이)들이

μισθαρνικά

(이)들이

μισθαρνικώ

(것)들이

속/여 μισθαρνικοῖν

(이)들의

μισθαρνικαῖν

(이)들의

μισθαρνικοῖν

(것)들의

복수주격 μισθαρνικοί

(이)들이

μισθαρνικαί

(이)들이

μισθαρνικά

(것)들이

속격 μισθαρνικῶν

(이)들의

μισθαρνικῶν

(이)들의

μισθαρνικῶν

(것)들의

여격 μισθαρνικοῖς

(이)들에게

μισθαρνικαῖς

(이)들에게

μισθαρνικοῖς

(것)들에게

대격 μισθαρνικούς

(이)들을

μισθαρνικάς

(이)들을

μισθαρνικά

(것)들을

호격 μισθαρνικοί

(이)들아

μισθαρνικαί

(이)들아

μισθαρνικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ ἀπ ἀνθρώπων, οὔθ ἑκόντων, ὥσπερ καπηλεία καὶ αἱ μισθαρνικαί, οὔτ ἀκόντων, ὥσπερ αἱ πολεμικαί. (Aristotle, Economics, Book 1 10:4)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 1 10:4)

  • κατὰ δὴ τὸν νῦν, ὦ Θεαίτητε, λόγον, ὡς ἐοίκεν, ἡ τέχνης οἰκειωτικῆς, <χειρωτικῆς>, κτητικῆς, θηρευτικῆς, ζῳοθηρίας, πεζοθηρίας, χερσαίας, ἡμεροθηρικῆς, ἀνθρωποθηρίας, <πιθανοθηρίας>, ἰδιοθηρίας, μισθαρνικῆς, νομισματοπωλικῆς, δοξοπαιδευτικῆς, νέων πλουσίων καὶ ἐνδόξων γιγνομένη θήρα προσρητέον, ὡς ὁ νῦν λόγος ἡμῖν συμβαίνει, σοφιστική. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 44:1)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 44:1)

유의어

  1. of or for hired work

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION