Ancient Greek-English Dictionary Language

μισθωτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μισθωτός μισθωτή μισθωτόν

Structure: μισθωτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from misqo/w

Sense

  1. hired
  2. an hireling, hired servant, mercenaries

Examples

  • ὁ δὲ πρότερον ἐκ μισθωτῆσ οἰκίασ ἐξιὼν εἰσ τὴν διευσ οἰκίαν τοῦ τότε πλουτοῦντοσ ἀνθρώπου ταῖσ ἐκ Δήλου προσόδοισ εἰσηνέχθη, κεκοσμημένην στρωμναῖσ τε καὶ γραφαῖσ καὶ ἀνδριᾶσι καὶ ἀργυρωμάτων ἐκθέσει, ἀφ’ ἧσ ἐξῄει χλαμύδα λαμπρὰν ἐπισύρων καὶ περικείμενοσ δακτύλιον χρυσίου ἐγγεγλυμμένην ἔχοντα τὴν Μιθριδάτου εἰκόνα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 49 2:2)
  • "καὶ τοῦ Ἰσμηνίου τῇ θυσίᾳ προσαυλοῦντοσ, ὡσ οὐκ ἐκαλλιέρει, παρελόμενοσ τοὺσ αὐλοὺσ ὁ μισθωτὴσ ηὔλησε γελοίωσ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 10:13)

Synonyms

  1. hired

  2. an hireling

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION