Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπίκουρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπίκουρος ἐπίκουρος ἐπίκουρον

Structure: ἐπικουρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. assisting, aiding
  2. defending
  3. (masculine substantive) helper, ally, assister
  4. (masculine substantive) mercenary, hireling

Examples

  • δεῦρο, τέκοσ Πριάμοιο, Διὸσ παράκοιτιν ἐάσασ καὶ θαλάμων βασίλειαν ἀτιμήσασ Ἀφροδίτην ἠνορέησ ἐπίκουρον ἐπαινήσειασ Ἀθήνην. (Colluthus, Rape of Helen, book 170)
  • ἄρτι μὲν Ἰδαίων ὀρέων ἠλλάξατο πόντον καὶ λεχέων ἐπίκουρον ἐφεσπομένην Ἀφροδίτην πολλάκισ ἀκταίοισιν ἱλασσάμενοσ θυέεσσιν ἔπλεεν Ἑλλήσποντον ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσησ, τῷ δὲ πολυτλήτων σημήια φαίνετο μόχθων. (Colluthus, Rape of Helen, book 1106)
  • ἢν γάρ τί που καὶ μικρὸν ἐπινυστάσωμεν, ἀληθὴσ εὐθὺσ ὁ Ἐπίκουροσ, ἀπρονοήτουσ ἡμᾶσ ἀποφαίνων τῶν ἐπὶ γῆσ πραγμάτων. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 2:7)
  • ἀκούω ^ δὲ ἔγωγε ὡσ οὐδὲ αὐτὴ παρεσκεύασται ποιήσασθαι τοὺσ λόγουσ, ἀλλὰ τὸν Ἐπίκουρον ἀναβιβάσεται συναγορεύσοντα· (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:8)
  • πλὴν ἀλλὰ ὑμεῖσ γε τοῦ ὁρ́κου μνημονεύσαντεσ ψηφίσασθε ἤδη τὰ εὐόρκα μὴ πιστεύσαντεσ Ἐπικούρῳ λέγοντι μηδὲν ἐπισκοπεῖν τῶν παρ’ ἡμῖν γιγνομένων τοὺσ θεούσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:15)
  • ὁ Ἐπίκουροσ ὑπὲρ τῆσ Ἡδονῆσ λέγε. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:17)
  • ἡδονὴ πᾶσιν ἐχθρὸν τῷ λόγῳ καὶ ὁ Ἐπίκουροσ πολέμιοσ, ἔργῳ δὲ διὰ ταύτην ἅπαντα πράττουσιν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 19:6)
  • ἐρομένου γάρ τινοσ τί πράττει ἐν Αἵδου ὁ Ἐπίκουροσ ; (Lucian, Alexander, (no name) 25:3)
  • ὁ δὲ ἄτεγκτοσ Ἐπίκουροσ ‐ οὕτωσ γὰρ αὐτὸν ὠνόμαζεν ‐ ἔχθιστοσ δικαίωσ, πάντα ταῦτα ἐν γέλωτι καὶ παιδιᾷ τιθέμενοσ. (Lucian, Alexander, (no name) 25:10)

Synonyms

  1. assisting

  2. defending

  3. helper

  4. mercenary

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION