헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίκουρος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπίκουρος ἐπίκουρος ἐπίκουρον

형태분석: ἐπικουρ (어간) + ος (어미)

  1. 동맹
  1. assisting, aiding
  2. defending
  3. (masculine substantive) helper, ally, assister
  4. (masculine substantive) mercenary, hireling

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπίκουρος

(이)가

ἐπίκουρον

(것)가

속격 ἐπικούρου

(이)의

ἐπικούρου

(것)의

여격 ἐπικούρῳ

(이)에게

ἐπικούρῳ

(것)에게

대격 ἐπίκουρον

(이)를

ἐπίκουρον

(것)를

호격 ἐπίκουρε

(이)야

ἐπίκουρον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπικούρω

(이)들이

ἐπικούρω

(것)들이

속/여 ἐπικούροιν

(이)들의

ἐπικούροιν

(것)들의

복수주격 ἐπίκουροι

(이)들이

ἐπίκουρα

(것)들이

속격 ἐπικούρων

(이)들의

ἐπικούρων

(것)들의

여격 ἐπικούροις

(이)들에게

ἐπικούροις

(것)들에게

대격 ἐπικούρους

(이)들을

ἐπίκουρα

(것)들을

호격 ἐπίκουροι

(이)들아

ἐπίκουρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πλὴν ἀλλὰ ὑμεῖσ γε τοῦ ὁρ́κου μνημονεύσαντεσ ψηφίσασθε ἤδη τὰ εὐόρκα μὴ πιστεύσαντεσ Ἐπικούρῳ λέγοντι μηδὲν ἐπισκοπεῖν τῶν παρ’ ἡμῖν γιγνομένων τοὺσ θεούσ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:15)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:15)

  • τίνι γὰρ ἂν ἄλλῳ δικαιότερον προσεπολέμει γόησ ἄνθρωποσ καὶ τερατείᾳ φίλοσ, ἀληθείᾳ δὲ ἔχθιστοσ, ἢ Ἐπικούρῳ ἀνδρὶ τὴν φύσιν τῶν πραγμάτων καθεωρακότι καὶ μόνῳ τὴν ἐν αὐτοῖσ ἀλήθειαν εἰδότι; (Lucian, Alexander, (no name) 25:8)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 25:8)

  • ταῦτα, ὦ φιλότησ, ὀλίγα ἐκ πολλῶν δείγματοσ ἕνεκα γράψαι ἠξίωσα, καὶ σοὶ μὲν χαριζόμενοσ, ἀνδρὶ ἑταίρῳ καὶ φίλῳ καὶ ὃν ἐγὼ πάντων μάλιστα θαυμάσασ ἔχω ἐπί τε σοφίᾳ καὶ τῷ πρὸσ ἀλήθειαν ἔρωτι καὶ τρόπου πραότητι καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ γαλήνῃ βίου καὶ δεξιότητι πρὸσ τοὺσ συνόντασ, τὸ πλέον δέ, ‐ ὅπερ καὶ σοὶ ἥδιον, ‐ Ἐπικούρῳ τιμωρῶν, ἀνδρὶ ὡσ ἀληθῶσ ἱερῷ καὶ θεσπεσίῳ τὴν φύσιν καὶ μόνῳ μετ’ ἀληθείασ τὰ καλὰ ἐγνωκότι καὶ παραδεδωκότι καὶ ἐλευθερωτῇ τῶν ὁμιλησάντων αὐτῷ γενομένῳ. (Lucian, Alexander, (no name) 61:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 61:1)

  • καὶ ὅτι κλοπὴ τὸ πρᾶγμά ἐστιν καὶ οὐδὲν Ἐπικούρῳ μέλει τὸ ἡδύ, ἀλλὰ τῷ παρασίτῳ, οὕτω μάθοισ ἄν. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:2)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:2)

  • καὶ μὴν οὐχὶ κατὰ ταῦτα μόνον οὐδὲν προσήκει τὸ ἡδὺ τῷ Ἐπικούρῳ, ἀλλὰ καὶ κατ’ ἐκεῖνα· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:1)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:1)

유의어

  1. assisting

  2. defending

  3. 동맹

  4. mercenary

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION