Ancient Greek-English Dictionary Language

ὠνητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὠνητός ὠνητή ὠνητόν

Structure: ὠνητ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. bought, mercenary
  2. to be bought, that may be bought, not to be bought for, with

Examples

  • λέχη δὲ τἀμὰ δοῦλοσ ὠνητόσ ποθεν χρανεῖ, τυράννων πρόσθεν ἠξιωμένα. (Euripides, Hecuba, episode 3:14)
  • ἐλθέ, ὦγαθέ, καὶ λέγε πρὸσ τὸν ὠνητὴν ἐμὲ ποῖόσ τισ εἶ, καὶ πρῶτον εἰ οὐκ ἄχθῃ πιπρασκόμενοσ καὶ δοῦλοσ ὤν. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 20:1)
  • ὠνητὸσ ἢ τολμητὸσ ἢ λόγων ὕπο; (Euripides, Helen, episode, dialogue 3:29)
  • καὶ ταῦτ’ ἔπραττεν οὐ Λυδῶν τισ οὐδὲ Φοινίκων γεγονώσ, ἀλλὰ τῆσ Ἀλεξάνδρου καὶ Φιλίππου κατὰ συγγένειαν ἀρετῆσ μεταποιούμενοσ, οἳ τῷ τὰ πράγματα τῶν χρημάτων ὠνητά, μὴ τὰ χρήματα τῶν πραγμάτων ἡγεῖσθαι πάντων ἐκράτησαν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 12 5:2)
  • ὁ γοῦν Εὐριπίδησ εἰπών εἰ δ’ ἦσαν ἀνθρώποισιν ὠνητοὶ λόγοι, οὐδεὶσ ἂν αὑτὸν εὖ λέγειν ἐβούλετο· (Plutarch, De Se Ipsum Citra Invidiam Laudando, section 1 2:1)
  • ἐν τούτῳ δὲ σῖτοσ ἧκεν εἰσ Ῥώμην, πολὺσ μέν ὠνητὸσ ἐξ Ἰταλίασ, οὐκ ἐλάττων δὲ δωρητὸσ ἐκ Συρακουσῶν, Γέλωνοσ τοῦ τυράννου πέμψαντοσ· (Plutarch, Lives, chapter 16 1:1)
  • ἦ δοῦλοσ οὐκ ὠνητόσ, ἀλλ’ οἴκοι τραφείσ. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode10)

Synonyms

  1. bought

  2. to be bought

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION