헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μισθός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μισθός μισθοῦ

형태분석: μισθ (어간) + ος (어미)

  1. 임금, 공자, 봉급, 비용
  2. 임금, 보상, 비용
  1. wages, pay, hire
  2. recompense, reward

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μισθός

임금이

μισθώ

임금들이

μισθοί

임금들이

속격 μισθοῦ

임금의

μισθοῖν

임금들의

μισθῶν

임금들의

여격 μισθῷ

임금에게

μισθοῖν

임금들에게

μισθοῖς

임금들에게

대격 μισθόν

임금을

μισθώ

임금들을

μισθούς

임금들을

호격 μισθέ

임금아

μισθώ

임금들아

μισθοί

임금들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν δὲ ὁ κύριοσ ᾖ μετ̓ αὐτοῦ, οὐκ ἀποτίσει. ἐὰν δὲ μισθωτὸσ ᾖ, ἔσται αὐτῷ ἀντὶ τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 22:15)

    (70인역 성경, 탈출기 22:15)

  • ἔστι πλουτῶν ἀπὸ προσοχῆσ καὶ σφιγγίασ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἡ μερὶσ τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 11:16)

    (70인역 성경, Liber Sirach 11:16)

  • οἱ ἡγούμενοι αὐτῆσ μετὰ δώρων ἔκρινον, καὶ οἱ ἱερεῖσ αὐτῆσ μετὰ μισθοῦ ἀπεκρίνοντο, καὶ οἱ προφῆται αὐτῆσ μετὰ ἀργυρίου ἐμαντεύοντο, καὶ ἐπὶ τὸν Κύριον ἐπανεπαύοντο λέγοντεσ. οὐχὶ ὁ Κύριοσ ἐν ἡμῖν ἐστιν̣ οὐ μὴ ἐπέλθῃ ἐφ̓ ἡμᾶσ κακά. (Septuagint, Prophetia Michaeae 3:11)

    (70인역 성경, 미카서 3:11)

  • ἐκεῖ μὲν γὰρ δουλεία σαφὴσ καὶ οὐ πολὺ τῶν ἀργυρωνήτων καὶ οἰκοτρίβων διαφέρουσιν οἱ ἐπὶ τῷ τοιουτωῒ εἰσιόντεσ, οἱ δὲ τὰ κοινὰ διὰ χειρὸσ ἔχοντεσ καὶ πόλεσι καὶ ἔθνεσιν ὅλοισ σφᾶσ αὐτοὺσ χρησίμουσ παρέχοντεσ οὐκ ἂν εἰκότωσ ἐκ μόνου τοῦ μισθοῦ διαβάλλοιντο καὶ ἐσ ὁμοιότητα καὶ κοινωνίαν τῆσ κατηγορίασ καθέλκοιντο· (Lucian, Apologia 27:1)

    (루키아노스, Apologia 27:1)

  • "νῦν δὲ κἂν παλινῳδῆσαί μοι δοκεῖ τοῦ προκειμένου μισθοῦ ἕνεκα. (Lucian, Eunuchus, (no name) 10:4)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 10:4)

유의어

  1. 임금

  2. 임금

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION