헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταστρέφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταστρέφω μεταστρέψω μετεστράφην

형태분석: μετα (접두사) + στρέφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 돌다, 회전하다
  2. 그르치다, 바꾸다, 변경하다, 변하다
  3. 선회하다, 방법을 바꾸다
  4. 돌보다, 신경쓰다
  1. to turn about, turn round, turn, to turn oneself about, turn about, to turn round
  2. to pervert, change, alter, are changed
  3. to turn another way, change one's ways, contrariwise
  4. to care for, regard

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταστρέφω

(나는) 돈다

μεταστρέφεις

(너는) 돈다

μεταστρέφει

(그는) 돈다

쌍수 μεταστρέφετον

(너희 둘은) 돈다

μεταστρέφετον

(그 둘은) 돈다

복수 μεταστρέφομεν

(우리는) 돈다

μεταστρέφετε

(너희는) 돈다

μεταστρέφουσιν*

(그들은) 돈다

접속법단수 μεταστρέφω

(나는) 돌자

μεταστρέφῃς

(너는) 돌자

μεταστρέφῃ

(그는) 돌자

쌍수 μεταστρέφητον

(너희 둘은) 돌자

μεταστρέφητον

(그 둘은) 돌자

복수 μεταστρέφωμεν

(우리는) 돌자

μεταστρέφητε

(너희는) 돌자

μεταστρέφωσιν*

(그들은) 돌자

기원법단수 μεταστρέφοιμι

(나는) 돌기를 (바라다)

μεταστρέφοις

(너는) 돌기를 (바라다)

μεταστρέφοι

(그는) 돌기를 (바라다)

쌍수 μεταστρέφοιτον

(너희 둘은) 돌기를 (바라다)

μεταστρεφοίτην

(그 둘은) 돌기를 (바라다)

복수 μεταστρέφοιμεν

(우리는) 돌기를 (바라다)

μεταστρέφοιτε

(너희는) 돌기를 (바라다)

μεταστρέφοιεν

(그들은) 돌기를 (바라다)

명령법단수 μεταστρέφε

(너는) 돌아라

μεταστρεφέτω

(그는) 돌아라

쌍수 μεταστρέφετον

(너희 둘은) 돌아라

μεταστρεφέτων

(그 둘은) 돌아라

복수 μεταστρέφετε

(너희는) 돌아라

μεταστρεφόντων, μεταστρεφέτωσαν

(그들은) 돌아라

부정사 μεταστρέφειν

도는 것

분사 남성여성중성
μεταστρεφων

μεταστρεφοντος

μεταστρεφουσα

μεταστρεφουσης

μεταστρεφον

μεταστρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταστρέφομαι

(나는) 돌려진다

μεταστρέφει, μεταστρέφῃ

(너는) 돌려진다

μεταστρέφεται

(그는) 돌려진다

쌍수 μεταστρέφεσθον

(너희 둘은) 돌려진다

μεταστρέφεσθον

(그 둘은) 돌려진다

복수 μεταστρεφόμεθα

(우리는) 돌려진다

μεταστρέφεσθε

(너희는) 돌려진다

μεταστρέφονται

(그들은) 돌려진다

접속법단수 μεταστρέφωμαι

(나는) 돌려지자

μεταστρέφῃ

(너는) 돌려지자

μεταστρέφηται

(그는) 돌려지자

쌍수 μεταστρέφησθον

(너희 둘은) 돌려지자

μεταστρέφησθον

(그 둘은) 돌려지자

복수 μεταστρεφώμεθα

(우리는) 돌려지자

μεταστρέφησθε

(너희는) 돌려지자

μεταστρέφωνται

(그들은) 돌려지자

기원법단수 μεταστρεφοίμην

(나는) 돌려지기를 (바라다)

μεταστρέφοιο

(너는) 돌려지기를 (바라다)

μεταστρέφοιτο

(그는) 돌려지기를 (바라다)

쌍수 μεταστρέφοισθον

(너희 둘은) 돌려지기를 (바라다)

μεταστρεφοίσθην

(그 둘은) 돌려지기를 (바라다)

복수 μεταστρεφοίμεθα

(우리는) 돌려지기를 (바라다)

μεταστρέφοισθε

(너희는) 돌려지기를 (바라다)

μεταστρέφοιντο

(그들은) 돌려지기를 (바라다)

명령법단수 μεταστρέφου

(너는) 돌려져라

μεταστρεφέσθω

(그는) 돌려져라

쌍수 μεταστρέφεσθον

(너희 둘은) 돌려져라

μεταστρεφέσθων

(그 둘은) 돌려져라

복수 μεταστρέφεσθε

(너희는) 돌려져라

μεταστρεφέσθων, μεταστρεφέσθωσαν

(그들은) 돌려져라

부정사 μεταστρέφεσθαι

돌려지는 것

분사 남성여성중성
μεταστρεφομενος

μεταστρεφομενου

μεταστρεφομενη

μεταστρεφομενης

μεταστρεφομενον

μεταστρεφομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταστρέψω

(나는) 돌겠다

μεταστρέψεις

(너는) 돌겠다

μεταστρέψει

(그는) 돌겠다

쌍수 μεταστρέψετον

(너희 둘은) 돌겠다

μεταστρέψετον

(그 둘은) 돌겠다

복수 μεταστρέψομεν

(우리는) 돌겠다

μεταστρέψετε

(너희는) 돌겠다

μεταστρέψουσιν*

(그들은) 돌겠다

기원법단수 μεταστρέψοιμι

(나는) 돌겠기를 (바라다)

μεταστρέψοις

(너는) 돌겠기를 (바라다)

μεταστρέψοι

(그는) 돌겠기를 (바라다)

쌍수 μεταστρέψοιτον

(너희 둘은) 돌겠기를 (바라다)

μεταστρεψοίτην

(그 둘은) 돌겠기를 (바라다)

복수 μεταστρέψοιμεν

(우리는) 돌겠기를 (바라다)

μεταστρέψοιτε

(너희는) 돌겠기를 (바라다)

μεταστρέψοιεν

(그들은) 돌겠기를 (바라다)

부정사 μεταστρέψειν

돌 것

분사 남성여성중성
μεταστρεψων

μεταστρεψοντος

μεταστρεψουσα

μεταστρεψουσης

μεταστρεψον

μεταστρεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταστρέψομαι

(나는) 돌려지겠다

μεταστρέψει, μεταστρέψῃ

(너는) 돌려지겠다

μεταστρέψεται

(그는) 돌려지겠다

쌍수 μεταστρέψεσθον

(너희 둘은) 돌려지겠다

μεταστρέψεσθον

(그 둘은) 돌려지겠다

복수 μεταστρεψόμεθα

(우리는) 돌려지겠다

μεταστρέψεσθε

(너희는) 돌려지겠다

μεταστρέψονται

(그들은) 돌려지겠다

기원법단수 μεταστρεψοίμην

(나는) 돌려지겠기를 (바라다)

μεταστρέψοιο

(너는) 돌려지겠기를 (바라다)

μεταστρέψοιτο

(그는) 돌려지겠기를 (바라다)

쌍수 μεταστρέψοισθον

(너희 둘은) 돌려지겠기를 (바라다)

μεταστρεψοίσθην

(그 둘은) 돌려지겠기를 (바라다)

복수 μεταστρεψοίμεθα

(우리는) 돌려지겠기를 (바라다)

μεταστρέψοισθε

(너희는) 돌려지겠기를 (바라다)

μεταστρέψοιντο

(그들은) 돌려지겠기를 (바라다)

부정사 μεταστρέψεσθαι

돌려질 것

분사 남성여성중성
μεταστρεψομενος

μεταστρεψομενου

μεταστρεψομενη

μεταστρεψομενης

μεταστρεψομενον

μεταστρεψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετέστρεφον

(나는) 돌고 있었다

μετέστρεφες

(너는) 돌고 있었다

μετέστρεφεν*

(그는) 돌고 있었다

쌍수 μετεστρέφετον

(너희 둘은) 돌고 있었다

μετεστρεφέτην

(그 둘은) 돌고 있었다

복수 μετεστρέφομεν

(우리는) 돌고 있었다

μετεστρέφετε

(너희는) 돌고 있었다

μετέστρεφον

(그들은) 돌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεστρεφόμην

(나는) 돌려지고 있었다

μετεστρέφου

(너는) 돌려지고 있었다

μετεστρέφετο

(그는) 돌려지고 있었다

쌍수 μετεστρέφεσθον

(너희 둘은) 돌려지고 있었다

μετεστρεφέσθην

(그 둘은) 돌려지고 있었다

복수 μετεστρεφόμεθα

(우리는) 돌려지고 있었다

μετεστρέφεσθε

(너희는) 돌려지고 있었다

μετεστρέφοντο

(그들은) 돌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 돌다

  2. 그르치다

  3. 선회하다

  4. 돌보다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION